10 Ιουλίου 2017

Επιτηρούμενες Ζώνες και Ζωές: Κριτική στο σύγγραμμα της κυρίας Ρόμπου-Λεβίδη


ΚΡΙΤΙΚΗ, ΣΚΕΨΕΙΣ, ΑΝΤΙΡΗΣΕΙΣ
 ΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ

ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΟΣ 

«ΕΠΙΤΗΡΟΥΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ»
της κ. Ρόμπου-Λεβίδη


του Κώστα Ν. Μαδεμλή.

Η γενική εικόνα που παρουσιάζει το σύγγραμμα είναι κατά την γνώμη μου μια επιφανειακή προσπάθεια να παρουσιάσει ένα υπαρκτό θέμα με επιχειρήματα τα οποία στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης και επιπλέον υποπίπτει στο σφάλμα της μεροληπτικής περιγραφής και της μονομερούς προσέγγισης, θέση μου την οποία φιλοδοξώ να τεκμηριώσω με την παρούσα αναφορά.

Το σύγγραμμα δεν καταφέρνει να δώσει μια αξιόπιστη και ολοκληρωμένη εικόνα που να στηρίζεται σε επιστημονικά ολοκληρωμένη προσέγγιση του ιστορικού γίγνεσθαι της Ανατολικής Μακεδονίας και στερείται μεθοδολογίας στην έρευνα σε θέματα που αφορούν την εθνογραφία, την πολιτιστική παράδοση και την γλώσσα των ντόπιων Μακεδόνων της Ανατολικής Μακεδονίας.

Πολλές είναι οι μονομερείς καταγραφές στηριζόμενες μόνο σε εικασίες, υποθέσεις και προσωπικές γνώμες και θέσεις χωρίς αυτές να έχουν διασταυρωθεί και έτσι δίνεται μια ψευδής εικόνα ορισμένων μεμονωμένων γεγονότων, δηλαδή εξαιρέσεων τα οποία στο σύγγραμμα παρουσιάζονται ως κανόνας.

Θα πρέπει να τονίσω ότι για τον μεν αναγνώστη που δεν γνωρίζει την ανθρωπογεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας και την εθνογραφία της περιοχής με το σύγγραμμα αυτό της κ. Ρόμπου-Λεβίδου σχηματίζει εσφαλμένη εντύπωση, για δε τον γηγενή ντόπιο Μακεδόνα της Δράμας οι ιστορικές αναφορές της προκαλούν πολλές φορές θυμηδία.

Ο γράφων κατάγεται από την πάλαι ποτέ Πλεύνα και νυν Πετρούσα, «εξαρχικού χωριού» όπως κακώς ισχυρίζεται η συγγραφέας στην σελίδα 134, χρημάτισε Πρόεδρος του Τοπικού Διαμερίσματος Πετρούσας και γνωρίζει  εκ των έσω την ονομαζόμενη «υποκειμενικότητα» ή «συλλογικότητα αυτοπροσδιορισμού» και θεωρώ ότι το σύγγραμμα αντί να δώσει απαντήσεις δημιουργεί νέα ερωτήματα.



Οι ασάφειες που αφήνει να αιωρούνται και κατά την γνώμη μου δεν έχουν κανένα ιστορικό έρεισμα και είναι αναληθείς, είναι: 


. ότι θεωρεί όλους τους σλαβόφωνους γηγενείς Μακεδόνες ως ένα σύνολο, μια ομάδα που τους συνδέει η κοινή «σλαβική γλώσσα» όπως την ονομάζει η συγγραφέας.

. ότι η διαφορετικότητα και η υποκειμενικότητα και ο συλλογικός αυτοπροσδιορισμός ήρθε με την «προσάρτηση» της Μακεδονίας με την επιβολή της ηγεμονικής ελληνικής γλώσσας, ενώ ο «σλαβικός πολιτισμός» των ντόπιων Μακεδόνων «.. διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με όρους γλωσσικούς, πολιτισμικούς, εθνοτικούς και θρησκευτικούς» (σελίδα 16)

. ότι μετά την προσάρτηση «Οι ντόπιοι της Μακεδονίας αντιμετωπίστηκαν συλλογικά από τα πάνω σαν εχθροί του κράτους» (σελίδα 300), 

ενώ «στις δεκαετίες που ακολούθησαν τη θεμελίωση του εθνικού κράτους, τόσο από την πλευρά του ίδιου του κράτους όσο και από εκείνη της ελληνικής κοινωνίας των πολιτών  και της διεθνούς πολιτικής κοινότητας,  υιοθετήθηκαν σκληρές ηγεμονικές και κατασταλτικές πολιτικές που στόχευαν στην εξάλειψη της διαφοράς και τον μετασχηματισμό της σε ομοιότητα» (σελίδα 18)



. ότι «Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, οι σλαβόφωνοι γηγενείς  αποτέλεσαν κεντρικό στόχο εκκαθαρίσεων από την πλευρά του ελληνικού στρατού» (σελίδα 41)

.  ότι χρησιμοποιεί μεμονωμένα (ή ψευδή γεγονότα), χωρίς ακριβή περιγραφή χρόνου και χώρου για να δημιουργήσει μια λανθασμένη εντύπωση και παραποίηση μιας πραγματικής κατάστασης όπως στην σελίδα 181:

« Ο λόγος των ντόπιων συχνά αναφέρεται σε περιστατικά κατά τα οποία χωροφύλακες εισέβαλαν στα σπίτια τους τη νύχτα και «έσφαζαν» τις γκάιντες τους. Έτσι, η γκάιντα, σαν μεταφορά του ζωικού -αλλά παράλληλα και ανθρώπινου σώματος, χρησιμοποιείται από τους ντόπιους για την περιγραφή της πραγματικής και συμβολικής βίας που τους ασκήθηκε κάτω από το καθεστώς επιτήρησης.

Οι λόγοι για τους οποίους, παρ’ όλα τα μέτρα, η γκάιντα και η λύρα δεν εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά είναι, πρώτον, η επιμονή συγκεκριμένων οργανοπαιχτών να χρησιμοποιούν αυτά τα όργανα και, δεύτερον, η σημασία που είχε η έννοια της πολιτισμικής οικειότητας για τους εθνοτικά στιγματισμένους ντόπιους.»

Θα χωρίσω την κριτική μου σε 5 ενότητες.

1η Η «σλαβική γλώσσα» και η σχέση της με τις «ηγεμονικές γλώσσες», την ελληνική, τη βουλγαρική και την σλαβομακεδονική γλώσσα.

2η Ο ορισμός του ντόπιου ελληνόφωνου και σλαβόφωνου Μακεδόνα, ο εξελληνισμός και ο εκβουλγαρισμός της Ανατολικής Μακεδονίας, η δημιουργία της υποκειμενικότητας και της «σλαβικότητας» στην Μακεδονία στα μέσα του 19ου αιώνα

3η η απαρχή της επιτήρησης ζωνών και ζωών από το βουλγαρικό κράτος στο τέλος του 19ου αιώνα

4η η λανθασμένη χρήση των όρων όπως  «φαντασιακή ομοιογένεια», «προσάρτησης της Μακεδονίας», «εξαρχικών χωριών», «δημογραφικές εκκαθαρίσεις των σλαβόφωνων από τον ελληνικό στρατό», «σλαβοφωνία και εθνικό φρόνημα»

5η οι χοροί χωρίς λόγια, το σφάξιμο της γκάιντας και το «σφάξιμο» του Διόνυσου στα ντόπια χωριά της Δράμας  

Θα ξεκινήσω με το σημαντικότερο θέμα που είναι αυτό της ομιλούμενης «σλαβικής» γλώσσας γιατί η «γλώσσα» για το σύγγραμμα θεωρείται «υπό διωγμό» από το ελληνικό κράτος αφού σήμερα απαγορεύονται μεν να τραγουδιούνται οι σλαβικοί στίχοι σε ορισμένα τραγούδια, αλλά κατά περίεργο τρόπο δεν απαγορεύεται η ομιλία της «σλαβικής».

  
1η Ενότητα: 

Η «σλαβική γλώσσα» και η σχέση της με τις «ηγεμονικές γλώσσες», την ελληνική, τη βουλγαρική και την σλαβομακεδονική γλώσσα.



Διαβάζοντας τις κριτικές και τις ευχές στο τέλος του συγγράμματος ξεχώρισα τα εξής:
«Μέσα στο ελληνικό κράτος, οι κοινότητες των σλαβόφωνων της Ανατολικής Μακεδονίας βρέθηκαν σ’ έναν επικοινωνιακά απομονωμένο και γλωσσικά κατακερματισμένο χώρο.
Οι παλιές ιστορίες άλλαξαν νόημα μέσα στην απόκρυψη του γλωσσικού φαινομένου και τη διαπραγμάτευσή της από τα .. ίδια τα υποκείμενα, που αγγίζει σχεδόν τα πάντα: τα πανηγύρια, το χορό, τη μουσική, τα όργανα με τα οποία παίζεται και τα λόγια μετά οποία τραγουδιέται.
Όλες οι αποχρώσεις της δύσκολης αυτής σχέσης του υποκειμένου με το κράτος —που περνά μέσα από τη γλώσσα και τη σωματικότητα—περιγράφονται με ακρίβεια και ευαισθησία που ξεπερνά, κάθε προσδοκία στο ξεχωριστό αυτό βιβλίο.»

Διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες!

Το σύγγραμμα στηρίζεται στην απαρχαιωμένη αντίληψη των πανσλαβιστών του «πρώιμου 19ου αιώνα» οι οποίοι χαρακτήρισαν τα ομιλούμενα σλαβόφωνα τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας ως «βουλγαρική γλώσσα» και τους σλαβόφωνους ως Σλάβους-Βουλγάρους και πάνω στην υπόθεση αυτή κτίστηκε η ιδέα της «Μεγάλης Βουλγαρίας», όλων των σλάβων της νότιας Βαλκανικής.
Η συγγραφέας στο σύγγραμμα της αναφέρεται αόριστα σε μια «σλαβική» γλώσσα υπονοώντας με τον όρο αυτό τα τοπικά σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας και Θράκης.

«Σλαβική» γλώσσα είναι όμως και η βουλγαρική, η σερβική, η ρωσική και όλες οι γλώσσες της σλαβικής γλωσσικής οικογένειας.



Τα σλαβικά ιδιώματα στα ντόπια χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας ονομάζονται ακόμη σήμερα  ως «βουλγαρικά» και θεωρώ δεν ανήκαν και δεν ανήκουν σε καμία (επίσημη) γλώσσα, θέση την οποία θα τεκμηριώσω παρακάτω.
Ο επιστημονικής διαχωρισμός των «βουλγαρικών» από την «σλαβική γλώσσα» δεν γίνεται στο σύγγραμμα με αποτέλεσμα να αναρωτιέται ο αναγνώστης ποια γλώσσα μιλούν οι σλαβόφωνοι της Δράμας, τα «βουλγαρικά», την «σλαβική γλώσσα» ή  τη «σλαβομακεδονική γλώσσα».



Η ταύτιση της σλαβοφωνίας στην Μακεδονία με την «βουλγαρική» γλώσσα στις αρχές του 19ου αιώνα από τους πανσλαβιστές και η επαγωγική ταύτιση της «βουλγαρικής» με το βουλγαρικό έθνος και γένος βλέπουμε ότι υποστηρίζεται από το σύγγραμμα. 

Ενώ ταυτίζει την σλαβοφωνία με την «σλαβικότητα», την ταύτιση ομιλούμενης γλώσσας και εθνικής συνείδησης, στην σελίδα 49 δεν φαίνεται να την απασχολεί επιστημονικά το γεγονός ότι οι «τουρκόφωνοι Μπαφραλήδες» πρόσφυγες από την Μικρά Ασία έχουν ελληνική συνείδηση παρά την τουρκοφωνία.
Στη σελίδα 295 η συγγραφέας αντιμετωπίζει όλους τους σλαβόφωνους ως μια ομάδα, ένα σύνολο Σλάβων το οποίο ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις δέχεται διάφορους χαρακτηρισμούς και ονομασίες:
 «Σύμφωνα με πηγές του πρώιμου 19ου αιώνα, σε μια πρώτη φάση, οι χριστιανοί ορθόδοξοι Σλάβοι που κατοικούσαν στην οθωμανική Μακεδονία ορίζονταν ως Βούλγαροι. 

Παρόλο που σήμερα ο συγκεκριμένος προσδιορισμός φέρει σαφώς εθνικό πρόσημο, εκείνη την εποχή το κυρίαρχο κριτήριο ταξινόμησης ήταν η θρησκεία. 

Ο εθνικός συνειρμός προστέθηκε αργότερα.»

Gottfried Hensel: Europa Polyglotta,
"Multilingual Europe, showing the genealogy of the languages,
together with the alphabets and modes of writing of all peoples."
Η συγγραφέας ξεκινά με κάποιες «πηγές του πρώιμου 19ου αιώνα» τις οποίες όμως δεν κατονομάζει. Έχει όμως μεγάλη σημασία να δούμε ποιες πηγές ορίζουν τους ορθόδοξους Μακεδόνες ως Σλάβους.

Για τον λόγο αυτό ας δούμε τι καταγράφουν οι  ευρωπαϊκές πηγές πριν τον 19ο αιώνα για την Μακεδονία;

Στον Torsten Szobries στο ¨Sprachliche Aspekte des "nation-building" in Mazedonien¨ σελίδα 48, αναφέρει ότι:
«Στην Δυτική Ευρώπη επικρατεί για πολλούς αιώνες η άποψη ότι στη Μακεδονία στο μεγαλύτερο μέρος κατοικείται από Τούρκους και Έλληνες (Griechen).

 Μόνο στα μέσα του 19ου αιώνα έφταναν πληροφορίες ότι υπάρχουν σλαβικές εγκαταστάσεις στα Βαλκάνια.

Στην υποσημείωση της ίδια σελίδας :

Έτσι στο εθνολογικό χάρτη Europa Polyglotta του 1730 εμφανίζονται μόνο η ελληνική και η τουρκική γλώσσα στα ανατολικά Βαλκάνια.

 Ο δε Franz August O’Etzel το 1821 χαρακτηρίζει τους Έλληνες (Griechen) ως την μεγαλύτερη κοινωνική ομάδα στα Βαλκάνια.»

Και το σημαντικότερο στην ίδια υποσημείωση:

«Προ πάντων ο Εθνογραφικός Χάρτης του P. Šafárik του 1842 ο οποίος απεικόνιζε ως βουλγαρική την κεντρική και ανατολική Βαλκανική χερσόνησο δίνει μια ρεαλιστική παράσταση για την εθνο-γλωσσική δομή της Νότιας Ευρώπης».


 Ο πλήρης τίτλος του Gottfried Hensel της Europa Polyglotta, που δημοσιεύτηκε το 1730 είναι: "Multilingual Europe, showing the genealogy of the languages, together with the alphabets and modes of writing of all peoples."

Σε αυτήν για τα Βαλκάνια αναφέρονται μόνο η ελληνική και η τουρκική, ενώ στις σλαβικές γλώσσες δεν αναφέρεται η βουλγαρική γλώσσα!



Alexander G. Findlay, Harper and Brothers Publishers,
New York, 1849
Παραθέτω χάρτη του 1849 του Alexander G. Findlay,  έκδοση Harper and Brothers, New York, που απεικονίζει την αντίληψη που είχαν οι επιστήμονες για τα όρια της Βουλγαρίας, Μακεδονίας και Θράκης στις αρχές του «πρώιμου 19ου αιώνα». Είναι φανερό ότι η Βουλγαρία περιορίζεται στα ιστορικά της όρια.
Η αντίληψη ότι υπάρχει «βουλγαρική γλώσσα» στις αρχές του 19ου αιώνα  και τα τοπικά σλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας είναι διάλεκτοι αυτής της «βουλγαρικής γλώσσας» ήρθε με την εξάπλωση της πανσλαβικής ιδέας όχι «…. του πρώιμου 19ου αιώνα» αλλά μετά το 1842

Από τότε έχουμε την αλλαγή και «έφταναν πληροφορίες ότι υπάρχουν σλαβικές εγκαταστάσεις στα Βαλκάνια».

Δηλαδή οι «…. πηγές του πρώιμου 19ου αιώνα, σε μια πρώτη φάση, οι χριστιανοί ορθόδοξοι Σλάβοι που κατοικούσαν στην οθωμανική Μακεδονία ορίζονταν ως Βούλγαροι.» είναι στην ουσία οι πανσλαβιστές και συγκεκριμένα ο  Pavel Jozef Šafárik ο οποίος βαπτίζει 

Βούλγαρους όλους στου σλαβόφωνους της Βουλγαρίας, της Μακεδονίας και της Θράκης όπως φαίνεται στο διπλανό χάρτη που φιλοτέχνησε ο Šafárik το 1842.
Τότε, δηλαδή το 1842 ξεκινά σε ευρωπαϊκούς πανσλαβικούς κύκλους να καλλιεργείται η ιδέα της «σλαβικότητας» της Μακεδονίας η οποία μέχρι τότε δεν υπήρχε και δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα στην Μακεδονία. 
Με άλλα λόγια μέχρι το 1842 η έννοια του «σλάβου» είναι άγνωστη στη Μακεδονία.

Η «σλαβικότητα» δεν ήταν ένα κίνημα κάποιων σλαβόφωνων Μακεδόνων αλλά αποτέλεσμα των διεργασιών πανσλαβικών κύκλων πρώτα στην κεντρική Ευρώπη και μετά στη Ρωσία που μέσω πρακτόρων φρόντισαν για την εξάπλωση της πανσλαβικής ιδέας στη Ανατολική Μακεδονία. 

Τα ονόματα των πρακτόρων είναι γνωστά όπως και αυτά των πρώτων πολλαπλασιαστών συνεργατών τους στη Ανατολική Μακεδονία και θα μας απασχολήσουν στις επόμενες ενότητες.

 Όλη η θεωρία του πανσλαβισμού στηρίζεται στο ότι οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας μιλούν την «βουλγαρική» γλώσσα επομένως είναι Σλάβοι-Βούλγαροι.



Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται να αναφερθώ επιγραμματικά  στην ιστορική διαδρομή της γένεσης της σλαβοβουλγαρικής γλώσσας τον 9ο μ.Χ. αιώνα και την εξέλιξη της μέχρι σήμερα και την σχέση της με τα μακεδονικά σλαβόφωνα ιδιώματα και την σλαβομακεδονική, 

Τα στάδια της εξέλιξης των σλαβικών γλωσσών και ιδιωμάτων έχουν ως εξής:
-η πρωτοσλαβική γλώσσα «Proto-Slavic language» (μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ.),

-η παλαιοσλαβονική λόγια γλώσσα «Old Church Slavonic language» (από το 860 μέχρι τον 20ο αιώνα),  

-η παλιά σλαβοβουλγαρική γλώσσα «Old-Middle Bulgarian language» (από τον 9ο μέχρι 14ο αιώνα) κατά η δημιουργία των σλαβοβουλγαρικών τοπικών διαλέκτων, 

- τα σλαβικά τοπικά ιδιωμάτα της Μακεδονίας και της Θράκης (από τον 9ο μέχρι σήμερα),
-η νέα σλαβοβουλγαρική γλώσσα «Modern Bulgarian language» στα τέλη του 19ου αιώνα και 
-η δημιουργία της σλαβομακεδονικής γλώσσας «Macedonian language» στα μέσα του 20ου αιώνα.

Θα επιχειρήσω να αναφερθώ συνοπτικά τα γλωσσικά χαρακτηριστικά:

Η πρωτοσλαβική γλώσσα «Proto-Slavic language»
(μέχρι τον 9ο αιώνα μ.Χ.),

Τα πρώτα σλαβικά φύλα που λεηλάτησαν τα Βαλκάνια και μετά εγκαταστάθηκαν στις λεγόμενες σλαβηνίες κατά την σύγχρονη επιστημονική άποψη μιλούσαν όλα την ¨πρωτοσλαβικήProto-Slavic, Urslawisch.
Μετά τον εκχριστιανισμό τους και τον εκπολιτισμό έχουμε τις σλαβικές εθνογενέσεις κατά το 9ο αιώνα και την δημιουργία για κάθε έθνος την ιδιαίτερη σλαβική γλώσσα.
Η πρωτοσλαβική μετεξελίσσεται δηλαδή από τον 9ο αιώνα στις σλαβικές εθνικές γλώσσες, βουλγαρική, σερβική, κροατική, ρωσική κλπ, οι οποίες έχουν τον ίδιο γλωσσικό κορμό, την πρωτοσλαβική αλλά με την ανάπτυξη των λόγιων γλωσσών τους διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους, οπότε η πρωτοσλαβική στην ουσία «σβήνει» μετά τον 9ο αιώνα.
Η παλαιοσλαβονική λόγια γλώσσα 

«Old Church Slavonic language»

 (από το 860 μέχρι τον 20ο αιώνα). 

Μετά τον εκχριστιανισμό των σλάβων περί το 9ο αιώνα μεταφράζονται από τους Θεσσαλονικείς Ισαποστόλους Άγιο Κύριλλο και Μεθόδιο τα ιερά κείμενα από την ελληνική γλώσσα στην «σλοβενική» όπως ονομάζουν οι ίδιοι την νέα λόγια σλαβική γλώσσα και συγκεκριμένα η μετάφραση γίνεται στο σλαβικό γλωσσικό τοπικό ιδίωμα των Δραγουβιτών σλάβων που ζούσαν στην περιοχή γύρω από την Θεσσαλονίκη.
Η λόγια αυτή σλαβική εκκλησιαστική γλώσσα, η «σλοβενική»  θα γίνει πρώτη εκκλησιαστική γλώσσα όλων των σλάβων για αρκετούς αιώνες και η οποία πήρε το επιστημονικό όρο «παλαιοσλαβονική» «Old Church Slavonic-Altkirchenslawisch».
Παράλληλα όμως με την εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική αναπτύχθηκαν και οι λόγιες σλαβικές εθνικές γλώσσες, τα σερβικά, σλαβοβουλγαρικά, ρωσικά κλπ. τα οποία όλα είχαν την ίδια κυριλλική γραφή.


            Η παλιά σλαβοβουλγαρική γλώσσα

 και οι σλαβοβουλγαρικές διάλεκτοι της.


Η παλιά σλαβοβουλγαρική γλώσσα προέκυψε από την συγχώνευση της πρωτοβουλγαρικής γλώσσας με την πρωτοσλαβική.
Η πρωτοβουλγαρική γλώσσα ανήκει στην τουρκική γλωσσική οικογένεια συγκεκριμένα στην Oghur.
Από τον συγκερασμό της πρωτοβουλγαρικής, η οποία ήταν η γλώσσα της άρχουσας τάξης με την πρωτοσλαβική των σλαβικών φύλων της Μοισίας προέκυψε η παλιά σλαβοβουλγαρική γλώσσα.
Στην Βουλγαρία της πρώτης ηγεμονίας η λόγια σλαβοβουλγαρική γλώσσα «Old Bulgarian language» ξεκίνησε με την χρήση της παλαιοσλαβονικής από το 9ο μ.Χ. έως τον 11ο αιώνα η οποία με την ανάπτυξη του γραπτού λόγου αποκτά δικό της χαρακτηριστικά και διαφοροποιείται από την παλαιοσλαβονική σταδιακά.
Κατά την δεύτερη βουλγαρική ηγεμονία από τον 12ο ως τον 14ο αιώνα έχουμε την εξέλιξη της λόγιας σλαβοβουλγαρικής γλώσσας «Middle Bulgarian language» και των τοπικών σλαβοβουλγαρικών τοπικών διαλέκτων. 

Παράλληλα όμως εξακολουθεί να υφίσταται η παλαιοσλαβονική η οποία είναι η γλώσσα της Θείας Λειτουργίας και των ιερών κειμένων αλλά δεν είναι ζώσα γλώσσα, δεν μιλιέται δηλαδή.

Τα ελληνοσλαβικά τοπικά ιδιώματα: 

τα σλαβικά τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας και της Θράκης 



(από τον 9ο μέχρι σήμερα).


Ενώ οι άλλες σλαβικές φυλές περί τον 9ο με 10ο αιώνα αναμειγνύονται με τους ντόπιους πληθυσμούς των Βαλκανίων και δημιουργούνται τα έθνη των Σέρβων, Κροατών, Βουλγάρων κλπ, οι πρώτοι σλάβοι των σλαβηνιών της Μακεδονίας αφομοιώνονται από τους ελληνικούς μακεδονικούς πληθυσμούς και θεωρούνται και ονομάζονται «Ρωμαίοι» υπήκοοι της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, γνωστής και ως Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Μακεδόνες την περίοδο του εποικισμού των σλαβηνιών ήταν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας, ενώ τα σλαβικά φύλα των σλαβηνιών μιλούσαν την πρωτοσλαβική .

Δηλαδή δεν συνενώνονται οι σλάβοι των σλαβηνιών μεταξύ τους σε μια ηγεμονία, έτσι δεν έχουμε σλαβικό «μακεδονικό» έθνος, αλλά αφομοιώνονται από τους Έλληνες Μακεδόνες που ζούσαν στις περιοχές που αποίκησαν.

Θα λέγαμε σήμερα ότι υπήρξε ένας «συλλογικός αυτοπροσδιορισμός» κατά τον οποίον οι πρώτοι σλάβοι αυτοπροσδιορίζονται ως Ρωμαίοι-Βυζαντινοί αφού εκτός της ομιλούμενης γλώσσας δεν διαφέρουν σε τίποτε από τους ελληνόφωνους Ρωμαίους-Βυζαντινούς Μακεδόνες, αφού ασπάζονται τον ελληνικό πολιτισμό μέσω του εκχριστιανισμού που είναι ταυτόχρονα και εξελληνισμός.

Με τον εκχριστιανισμό και στην ουσία οριστικό εξελληνισμό έχουμε μια οριστική αποσλαβοποίηση των σλαβηνιών της Μακεδονίας.

Αντιγράφοντας από το σύγγραμμα του Hans Ditten, ‚Ethnische Verschiebungen zwischen den Balkaninsel und Kleinasien vom Ende des 6. bis zur zweiten Hälfte der 9. Jahrhunters, έκδοση της Akademie Verlag, Berlin 1993 (Εθνικές μετακινήσεις μεταξύ Βαλκανικής Χερσονήσου και Μικράς Ασίας από τον 6ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα) σελίδα 15:

« Ταύτα (sic τα Σλαβικά έθνη) δε ο… Ρωμαίων αυτοκράτωρ Βασίλειος (sic Basileios I., 867-886) των αρχαίων εθών έπεισε μεταστήναι, και Γραικώσας, και άρχουσι κατά τον Ρωμαίον τύπον υποτάξας, και βαπτίσματι τιμήσας, της τε δουλείας ηλευθέρωσε των εαυτών αρχόντων, και στρατεύεσθαι κατά των Ρωμαίοις πολεμούντων εθνών εξεπαίδευσε…».

Το ότι συγχωνεύτηκαν τα σλαβικά φύλα με τους Μακεδόνες Έλληνες και το  ότι έχει σβηστεί η συλλογική μνήμη της σλαβικής προέλευσης τους θα το επιβεβαιώσει ο Πατριάρχης του σύγχρονου (σλαβο)Μακεδονισμού Krste Misirkov(1874-1926) ο οποίος γράφει το 1903 στις «Μακεδονικές Υποθέσεις», εκδόσεις Πετσίβα (2003) στη σελίδα 147 :

«Έτσι το πρώτο όνομά μας ήταν Σλάβοι, ήμασταν τότε οι Σλάβοι.
Αλλά τα περισσότερα γι΄ αυτό το όνομα και για το λαό μας τα γνωρίζουμε όχι από τους (Λατίνους)Ρωμαίους ούτε από κάποια παράδοσή μας αλλά από τους Βυζαντινούς ιστορικούς»,.

Επίσης το ότι οι πρώτοι σλάβοι των σλαβηνιών υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα ως λόγια-επίσημη γλώσσα
 θα το επιβεβαιώσει πάλι ο Krste Misirkov στη σελίδα 179 :

 « ….στο παρελθόν έτυχε να είμαστε οι πρώτοι ανάμεσα στα σλαβικά έθνη που δεχθήκαμε τον χριστιανισμό και το αλφάβητο, έτσι, όταν όλοι οι ορθόδοξοι Σλάβοι ανέπτυσσαν τα γράμματα, τη λογοτεχνία και την ορθογραφία, εμείς μείναμε χρονοτριβώντας πίσω, χωρίς καμιά λογοτεχνική παράδοση.
 Κι αυτό όχι επειδή δεν έχουμε μια παράδοση, αλλά επειδή την ξεχάσαμε μαθαίνοντας κάποια ξένη γλώσσα.»

Καταρχήν παραδέχεται ότι εκτός της ελληνικής δεν υπήρχε άλλη λογοτεχνική γλώσσα στη Μακεδονία από τον 9ο  μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, δηλαδή συνυπήρχαν τα σλαβόφωνα τοπικά ιδιώματα  και η ελληνική γλώσσα ως επίσημη.
Ο γλωσσικός κορμός των τοπικών σλαβικών ιδιωμάτων ήταν η πρωτοσλαβική αλλά σε αυτήν προστίθενται ελληνικοί όροι, ονόματα και ρήματα για την καθημερινή και επικοινωνία με τους ελληνόφωνους Μακεδόνες. 

Θα χρησιμοποιήσω λοιπόν για τα ιδιώματα αυτά τον όρο ελληνοσλαβικά τοπικά ιδιώματα που θεωρώ ότι αποδίδει περισσότερο την πραγματική ονομασία αυτών των ιδιωμάτων.΄

Για τον λόγο αυτό δεν καλλιεργήθηκε «σλαβική» γλώσσα στη Μακεδονία και Θράκη και γι’ αυτό δεν υπάρχει «γλώσσα» αλλά πολλά τοπικά ελληνοσλαβικά ιδιώματα.
Οποίος σλαβόφωνος της Μακεδονίας  ήθελε να εκφραστεί γραπτώς χρησιμοποιούσε την ελληνική γλώσσα, η οποία ήταν για αιώνες η «καθαρεύουσα» του.
Η θέση αυτή του Misirkov καταρρίπτει το μύθο ότι στη Μακεδονία δεν υπήρχε για αιώνες η ελληνική παιδεία και οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα και ότι ήρθε ο «εξελληνισμός» με την «προσάρτηση» της Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος, όπως υποστηρίζει και το σύγγραμμα.
Την θέση αυτή θα την επιβεβαιώσει και o Grigor Stavrev Parlichev (1830-1893) στην  ‘ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ’, εκδόσεις Μαύρη Λίστα,  στο 18ο κεφάλαιο, σελίδα 84 αναφέρει:

«Ο ελληνισμός αιώνες τώρα ήταν ριζωμένος στην Αχρίδα, ακόμη και τώρα αυξανόταν ολοένα και περισσότερο».
«..με τη βοήθεια του Ιωακείμ Σαπουντζίεφ, εκβουλγαρίσαμε την παντελώς εξελληνισμένη πόλη της Αχρίδας»

(σελίδα 81 στο βουλγαρικό πρωτότυπο : «….с помощта на Якима Сапунджиев побългарихме съвсем погърчений г.Охрид»)

Βλέπουμε ότι και για τον Μισίρκοφ και για τον Σταυρίδη- Parlitschev η σλαβοφωνία και ο ελληνισμός συνυπάρχουν για αιώνες.
Η νέα σλαβοβουλγαρικής γλώσσας «Modern Bulgarian language» στα τέλη του 19ου αιώνα


 Με την διάλυση της δεύτερης βουλγαρικής ηγεμονίας από τους Οθωμανούς τούρκους η λόγια σλαβοβουλγαρική γλώσσα παύει να καλλιεργείται και αντικαθίσταται από την ελληνική γλώσσα μετά την υπαγωγή των βουλγαρικών μητροπόλεων στο ελληνικό πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στα πλαίσια της τακτικής του Οθωμανικού κράτους να διαχωρίσει τα υποτεταγμένα έθνη σε θρησκευτικές κοινότητες.

Οι Βούλγαροι ορθόδοξοι χριστιανοί υπάγονται στο ελληνικό μιλιέτ Rum-milliet.

Όπως προανέφερα πριν την διάλυση της δεύτερης βουλγαρικής ηγεμονίας συνυπήρχαν δύο γλώσσες στην Βουλγαρία, η παλιά λόγια σλαβοβουλγαρική γλώσσα «Middle Bulgarian language» και η παλαιοσλαβονική η οποία είναι η γλώσσα της Θείας Λειτουργίας και των ιερών κειμένων. 
Η ελληνική γλώσσα στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις δηλαδή στα υποδουλωμένα από τους Οθωμανούς εδάφη της παλιάς βουλγαρικής ηγεμονίας εκτοπίζει την λόγια παλιά σλαβουλγαρική η οποία δεν διδάσκεται, δηλαδή δεν υπάρχουν σχολεία και δεν υπάρχουν λόγιοι Βούλγαροι που να γράφουν σε αυτήν την λόγια βουλγαρική γλώσσα.

Στην ουσία δεν υπάρχει βουλγαρική γλώσσα αλλά οι σλαβοβουλγαρικές διάλεκτοι της.

Όμως,

στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις διδάσκεται, έστω και υποτυπωδώς η παλαιοσλαβονική γλώσσα και η κυριλλική γραφή.

Έτσι παρόλη την σταδιακή εξαφάνιση της βουλγαρικής γλώσσας 

το ελληνικό πατριαρχείο διατηρεί εκκλησιαστικά-μοναστηριακά σχολεία  τα γνωστά ως Килийното училище-Kilijno utschilischte στα οποία ιερείς και μοναχοί διδάσκουν παράλληλα με τα απαραίτητα για την εκκλησιαστική χρήση ελληνική γλώσσα και την παλαιοσλαβονική γλώσσα και την κυριλλική γραφή.

Τα βουλγαρικά εκκλησιαστικά σχολεία έδιναν στους σλαβόφωνους των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων την δυνατότητα να μάθουν για την εκκλησιαστική τους παράδοση.
Τα ποιο γνωστά ήταν τα εκκλησιαστικά σχολεία της Σόφιας, του Σάμοκοβ, της μονής Ρίλα , της Ι.Μ. Χιλανδαρίου στο Άγιο Όρος, του Κότελ,  της μονής  Trojanski (το 1765 μ.Χ.) και της μονής Ετρόπολης (το 1631μ.Χ.).
Η δυναμική των σχολείων αυτών αυξανόταν με την πανσλαβική επιρροή και ειδικά μετά την συγγραφή του Παισίου Χιλανδαρινού «Σλαβουλγαρική ιστορία» το 1762.
Έτσι ενώ το 1750 υπήρχαν μόνο 21 σχολεία στις παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις (19 σε διάφορα χωριά και κωμοπόλεις, μοναστήρια και μετόχια και μόνο 2 σε πόλεις) στις αρχές του 1800 διπλασιάστηκαν (18 στην ύπαιθρο και 6 σχολεία σε πόλεις) το 1834 υπήρχαν 190 σχολεία (157 στην ύπαιθρο και 33 σε πόλεις) ( Σελ. 298-299, Redina Springborn, ¨Die bulgarische Nationalbewegung¨, Osteuropa-Institut an der Freien Universität Berlin, Βερολίνο 1983).
Επομένως μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα δεν υπήρχε βουλγαρική γλώσσα και όλοι οι Βούλγαροι λόγιοι έγραφαν στην τοπική διάλεκτο της καταγωγής τους, όμως υπήρχε η παλαιοσλαβονική ως λειτουργική γλώσσα στα λίγα βουλγαρικά μοναστήρια που υπαγόταν στο ελληνικό πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης.
Το μόνο γραπτό έργο, από την πτώση της δεύτερης βουλγαρικής ηγεμονίας τον 15ο αιώνα μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα είναι τα Δαμασκηνάρια (Дамаскините) τα οποία αναπαράγονται γραπτώς σε διάφορες τοπικές σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους.
Τα Δαμασκηνάρια είναι μετάφραση του έργου ο «Θησαυρός», του Ρωμιού «ντόπιου» Μακεδόνα Αγίου Δαμασκηνού του Στουδίτου (1500-1577), τα οποία μεταφράζονται στις καθομιλούμενες σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους και όχι στη παλαιοσλαβονική παρόλο που είναι εκκλησιαστικά κείμενα.

Το πρόβλημα της ανυπαρξίας μιας βουλγαρικής γλώσσας βρήκε το αποκορύφωμα στην προσπάθεια μετάφρασης της Αγίας Γραφής από την παλαιοσλαβονική την οποία δεν καταλάβαινε κανείς σλαβόφωνος στην υποτιθέμενη «βουλγαρική» γλώσσα.


Η πρώτη προσπάθεια  ξεκίνησε το 1820 από τον μοναχό Θεοδόσιο στο Bistritsa της Ρουμανίας και ολοκληρώθηκε το 1823 σε μια σλαβοβουλγαρική διάλεκτο που όταν τυπώθηκε το 1835 στη Αγία Πετρούπολη δεν μπορούσε να την καταλάβει κανείς γιατί η διάλεκτος όπως αναφέρουν οι πηγές δεν ήταν «ούτε σλαβική ούτε βουλγαρική».


Η επόμενη προσπάθεια έγινε το 1835 από τον Neofit Rilski ο οποίος μετάφρασε στην σλαβικό τοπικό ιδίωμα της περιοχής Νευροκοπίου και η μετάφραση ολοκληρώθηκε το 1838.
Αλλά και αυτή η γλώσσα δεν ήταν κατανοητή από τους ομιλούντες τις σλαβοβουλγαρικές διαλέκτους και του ζητήθηκε να επεξεργασθεί και να διορθώσει την μετάφραση, πράγμα που δεν έκανε ο Rilski.

Έτσι δόθηκε στον Petko Rachov Slaveykov η εντολή για μετάφραση το1864 ο οποίος την ολοκλήρωσε  τον Ιούνιο του 1871 στην διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου.
Αυτό δείχνει για να μη πω αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε βουλγαρική γλώσσα. 


Για να δοθεί διέξοδος σε αυτή την Βαβέλ των τοπικών σλαβικών ιδιωμάτων η Βουλγαρική εξαρχία θα ανακηρύξει ως λόγια  βουλγαρική γλώσσα την σλαβοβουλγαρική διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβο της βόρειας Βουλγαρίας.


Αυτή λοιπόν είναι η νέα σλαβοβουλγαρική  γλώσσα  «Modern Bulgarian language», η σλαβοβουλγαρική διάλεκτος του Βελίκο Τάρνοβου!

Το ότι δεν υπάρχει συνέχεια της παλιάς με τη νέα σλαβοβουλγαρική το περιγράφει ο Christian Hannick στη μελέτη του «Die Entstehung der neubulgarischen Sprache» δηλαδή η δημιουργία της νέας βουλγαρικής γλώσσας στο σύγγραμμα «Sprachen und Nationen im Balkanraum», Slavistische Forschungen έκδοση Böhlau Verlag Köln Wien του 1987.

Αναφέρει συγκεκριμένα στην σελίδα 102:

« Es muss jedoch vermerkt werden, dass infolge der Verarmung des literarischen Lebens in der Türkenzeit keine direkte Kontinuität zwischen dem Altbulgarischen und dem Neubulgarischen besteht», 

δηλαδή,

« λόγω της λογοτεχνικής πενίας στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν υπάρχει απευθείας συνέχεια μεταξύ της παλιάς βουλγαρικής και της νέας βουλγαρικής γλώσσας».

Επομένως στην διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν έχουμε βουλγαρική γλώσσα.
Θα έλεγε στο σημείο αυτό κάποιος:

«μα είναι δυνατόν να μην υπήρχε βουλγαρική γλώσσα και τι γλώσσα μιλούσαν οι σλαβόφωνοι κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας;» 



Οι Οθωμανοί ονόμαζαν όλα τα σλαβόφωνα ιδιώματα της Μακεδονίας, Θράκης και τις  διαλέκτους της παλιάς βουλγαρικής γλώσσας ως  «βουλγαρικά».
Υπάρχει δηλαδή μια γλώσσα μόνο στα «χαρτιά» και η οποία όμως δεν έχει επιστημονική βάση.

Σημειωτέων ότι υπήρξε (χλιαρή) αντίδραση στην αλλοίωση των ελληνοσλαβικών τοπικών ιδιωμάτων της Μακεδονίας από την σλαβοβουλγαρική διάλεκτο του Βελίκου Τάρνοβου, από Βούλγαρους Μακεδόνες λόγιους (¨Млада македонска книжовна дружина¨, Young Macedonian Literary Association¨), οι οποίοι εκδίδουν το περιοδικό «ΛΟΖΑ- Лоза».

 Η αντίδραση όμως είναι αναποτελεσματική και οι ίδιοι δίδαξαν τελικά την βουλγαρική γλώσσα στα νέα βουλγαρικά σχολεία της Εξαρχίας Μακεδονίας στα τέλη του 19ου αιώνα. 

Όλα τα ιδρυτικά και ηγετικά στελέχη της VMORO, οργάνωση που θα μας απασχολήσει πιο κάτω και θα αναφερθώ αναλυτικά,  ήταν βουλγαροδιδάσκαλοι (Dame Gruev, Petar Poparsov, Andon Dimitrov, Ivan Hadzhinikolov, Hristo Batandzhiev Gotse Deltsev, Gyorche Petrov, Pere Toshev, Hristo Matov κλπ..).


Η δημιουργία της σλαβομακεδονικής γλώσσας «Macedonian language» στα μέσα του 20ου αιώνα.


Από το σύγγραμμα «MAKEDONIEN, Geographie-Ethnische Struktur, Geschichte-Sprache und Kultur (MAKEDONIEN, Γεωγραφία-Εθνική δομή, Ιστορία-γλώσσα και πολιτισμός) του Österreichisches Ost- und Südosteuropa-Institut, Herausgegeben von Walter Lukan und Peter Jordan, σελίδα 68, κεφάλαιο «Η εξέλιξη της «μακεδονικής» εθνικής συνείδησης»:
« Μακεδονία και Μακεδόνες ήταν αρχαίες ονομασίες και  χαρακτήριζαν μια συγκεκριμένη πολιτιστική περιοχή, μια επαρχία και έναν λαό. 

Στις αρχές του 19ου αιώνα επανεμφανίστηκε ο όρος Μακεδονία ως γεωγραφικός προσδιορισμός. 

Η ονομασία ¨Μακεδόνες¨ που χαρακτήριζαν μια ομάδα Σλάβων με ξεχωριστή εθνική συνείδηση παρουσιάστηκε μόλις με την λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Οι ¨Μακεδόνες¨ είναι έτσι το νεότερο έθνος της Ευρώπης».


Η ιδέα μια νέας-ανεξάρτητης «μακεδονικής γλώσσας» γεννήθηκε το 1903, όχι από τους Βούλγαρους Μακεδόνες λόγιους της «ΛΟΖΑ- Лоза» και της  VMORO αλλά από ένα μικρό αριθμό σλαβόφωνων Μακεδόνων διανοούμενων που φοιτούσαν στο Άγιο Σάββα Βελιγραδίου την περίοδο εκείνη με πρωτεργάτη τον Krste Misirkov (1874-1926).
Στο μνημειώδες έργο του Krste Misirkov «Μακεδονικές Υποθέσεις», εκδόσεις Πετσίβα (2003), στη σελίδα 181 διαβάζουμε τα εξής:

«..όμως, θα ήθελα να μου επιτραπεί να το επαναλάβω, η Μακεδονία πρέπει αφενός να κρατήσει ουδέτερη θέση απέναντι στη Βουλγαρία και τη Σερβία, παραμένοντας σε ίση απόσταση από τις δύο, κι αφετέρου να ενωθεί γλωσσικά

Αυτές οι αρχές πρέπει να κατευθύνουν στη δημιουργία της λογοτεχνικής γλώσσας και της ορθογραφίας μας. Αυτές επιβάλουν:

1. Την υιοθέτηση της διαλέκτου του Πρίλεπ και των Βιτολίων ως κεντρικής διαλέκτου της Μακεδονίας ώστε να έχουμε μια λογοτεχνική γλώσσα διαφορετική, τόσο από την σερβική όσο και από την βουλγαρική
2. Την υιοθέτηση μια φωνητικής ορθογραφίας με μικρές παραχωρήσεις στην ετυμολογία.
3. Την συλλογή λέξεων από όλα τα μέρη της Μακεδονίας

Αυτό έγινε με καθυστέρηση μισού αιώνα δηλαδή το 1949, οπότε ονομάζεται επίσημα ως «μακεδονική» ή  σλαβομακεδονική γλώσσα.

Δηλαδή την διάλεκτο που εκβουλγάρισε ο Parlitschev, όπως ανέφερα πιο πάνω.

Αυτή είναι η ηγεμονική σλαβομακεδονική γλώσσα της σύγχρονης ιστορίας.
Η νέα αυτή ηγεμονική γλώσσα είναι συνυφασμένη με την δημιουργία του νέου «σλαβομακεδονικού» έθνους στα μέσα του 20ου αιώνα  και δεν έχει σχέση με τα εληνοσλαβικά τοπικά ιδιώματα.
Από την παραπάνω περιγραφή νομίζω ότι γίνεται εμφανής η διαφορά των σλαβουλγαρικών διαλέκτων και των τοπικών ελληνοσλαβικών ιδιωμάτων της Μακεδονίας και της σλαβομακεδονικής.

Στο μόνο σημείο που συγκλίνουν είναι ο πρωτοσλαβικός κορμός που είναι κοινός σε όλες τις σλαβικές γλώσσες, δηλαδή ότι ομοιότητες και διαφορές έχουν τα τοπικά σλαβικά ιδιώματα με την σλαβοβουλγαρική άλλα τόση έχουν με την σερβική, κροατική, ρωσσική κλπ.
Υπάρχουν γεωγραφικά όρια μεταξύ της σλαβοβουλγαρικής και των ελληνοσλαβικών ιδιωμάτων;

Σαφώς και υπάρχουν!

Ο διπλανός χάρτης ο οποίος προέρχεται από βουλγαρικές πηγές και δείχνει τις επανακτηθείσες από το ελληνικό πατριαρχείο βουλγαρικές μητροπόλεις ως αποτέλεσμα των πανσλαβικών επιδιώξεων για ανεξάρτητη Βουλγαρική Εξαρχία μέσω του σουλτανικού φιρμανιού του 1870.

Η παλαιοσλαβονική είναι ο δείκτης σλαβικότητος γιατί αυτή υπήρχε μόνο εκεί που υπήρχε η παλιά σλαβοβουλγαρική γλώσσα. Τα ελληνοσλαβικά τοπικά συνυπήρχαν μόνο με την ελληνική γλώσσα.


Η παλαιοσλαβονική ήταν η γλώσσα της βουλγαρικής εκκλησίας ενώ η ελληνική η γλώσσα της ελληνικής εκκλησίας στην οποία υπάγονταν από το 9ο αιώνα μέχρι σήμερα οι σλαβόφωνοι γηγενείς Μακεδόνες.



Ο χάρτης στην ουσία δείχνει την επανόρθωση των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων δηλαδή της Βουλγαρικής ηγεμονίας πριν την υποδούλωση στους Οθωμανούς Τούρκους και ταυτόχρονα τα όρια των σλαβοβουλγαρικών διαλέκτων και της παλαιοσλαβονικής εκκλησιαστικής γλώσσας.


Τα εκκλησιαστικά σχολεία που προανάφερα πιο πάνω και διδασκόταν η παλαιοσλαβονική υπήρχαν μόνο στις  παλιές βουλγαρικές μητροπόλεις (στη Μακεδονία δεν υπήρχε ούτε ένα, γι’ αυτόν το λόγο αναφέρθηκα αναλυτικά στις περιοχές που ιδρύθηκαν τα εκκλησιαστικά σχολεία) και αυτό είναι ενδεικτικό της διαφοράς μεταξύ γλώσσας και παιδείας μεταξύ των παλιών βουλγαρικών (στο χάρτη με λευκό χρώμα) και ελληνικών μητροπόλεων.

Επιπλέον θα ήθελα να τονίσω την παρουσία των «ηγεμονικών» γλωσσών στη Μακεδονία.

Τρείς είναι στην ουσία οι «ηγεμονικές» γλώσσες στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας (την σερβική γλώσσα δεν την αναφέρω γιατί δεν είχε καμία επιρροή στην περιοχή) για την περίοδο που αναφέρεται το σύγγραμμα, δηλαδή αρχές του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα:



η ελληνική γλώσσα (από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα), 

η νέα βουλγαρική γλώσσα (από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα)

η σλαβομακεδονική γλώσσα (από τα μέσα του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα).


Γίνεται νομίζω συνειδητό ότι οι ηγεμονικές γλώσσες διαθέτουν δική τους λόγια γλώσσα, δική τους γραφή, δικό τους εκπαιδευτικό σύστημα και ξεχωριστή εκκλησιαστική παρουσία.
Τα ελληνοσλαβικά τοπικά ιδιώματα μεταδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά και είναι πνευματική παρακαταθήκη και πολιτιστική κληρονομιά (cultural heritage) από τον 9ο μ.Χ. μέχρι σήμερα, ποτέ δεν υπήρχε γραπτή διδασκαλία των ιδιωμάτων και συνυπήρχαν για μια χιλιετία δίπλα στην ηγεμονική ελληνική γλώσσα



Η εισαγωγή και η διδασκαλία της βουλγαρικής ηγεμονικής γλώσσας από την Βουλγαρική Εξαρχία στα δικά της σχολεία στη Μακεδονία και Θράκη είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση και εξαφάνιση των ελληνοσλαβικών τοπικών ιδιωμάτων αφού θεωρήθηκαν διάλεκτοι της «βουλγαρικής γλώσσας» με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν τα ελληνικά γλωσσικά στοιχεία των ιδιωμάτων που τα χαρακτηρίζει με απώτερο στόχο την «ομοιογενοποίηση» με την ηγεμονική βουλγαρική γλώσσα.


Δηλαδή βλέπουμε να αλλοιώνεται η πολιτιστική γλωσσική κληρονομιά ενόψει μιας «φαντασιακής ομοιογένειας» με τους Βούλγαρους, λόγω των «βουλγαρικών» ή της «σλαβικής γλώσσας» του συγγράμματος, θέμα που θα μας απασχολήσει στην τρίτη ενότητα.


Το ίδιο ισχύει σήμερα για τις ελληνοσλαβικές διαλέκτους του κρατιδίου των Σκοπίων οι οποίες εξαφανίστηκαν από την συστηματική διδασκαλία της ηγεμονικής σλαβομακεδονικής γλώσσας από τα μέσα του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα.

Μόνο με την ελληνική ηγεμονική γλώσσα τα ελληνοσλαβικά ιδιώματα έχουν την ελπίδα να διαιωνιστούν. 


Η συστηματική διδασκαλία της βουλγαρικής ή της σλαβομακεδονικής στην Μακεδονία, όχι ως ξένη γλώσσα αλλά ως μητρικής θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τα ιδιώματα και φυσικά την εθνική συνείδηση των σλαβόφωνων.



Κάτι που έγινε στο παρελθόν, συγκεκριμένα με την διδασκαλία της βουλγαρικής ηγεμονικής γλώσσας στα εξαρχικά σχολεία της Μακεδονίας και Θράκης στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου που είχε ως αποτέλεσμα την αλλοίωση της εθνικής συνείδησης από απλής θρησκευτικής διαφοροποίησης σε εθνική συνείδηση στους εξαρχικούς σλαβόφωνους οι οποίοι απέκτησαν βουλγαρική εθνική συνείδηση και αυτό γιατί θεωρούσαν ότι τα ελληνοσλαβικά ιδιώματα είναι «βουλγαρικά» (που ακόμη δυστυχώς και σήμερα ονομάζονται έτσι).

Από τις πληροφορίες που έχει συλλέξει γνωρίζει πολύ καλά ότι οι ντόπιοι σλαβόφωνοι και μη ονομάζουν τα τοπικά ελληνοσλαβικά ιδιώματα ως «βουλγάρικα». Παραπέμπω στα «Τετράδια της Δήμητρας από τους Πύργους» στην σελίδα 121:
«Η δεύτερη (σ.σ. συλλογή τραγουδιών) περιείχε πενήντα πέντε τίτλους τραγουδιών που διατυπώνονταν στη σλαβική γλώσσα και έφερε τον προσδιορισμό «αυτά είναι όλα βουλγάρικα».
Στις υποσημειώσεις στη ίδια σελίδα αναφέρει:
«Ο προσδιορισμός ελληνικά παρέπεμπε στην ηγεμονική γλώσσα, ενώ ο όρος βουλγάρικα είχε χρησιμοποιηθεί όπως τον έχω εκτεταμένα χρησιμοποιήσει σε αυτό το βιβλίο και αφορούσε την τοπική γλώσσα των ντόπιων
Δηλαδή για να καταλάβει ο μελετητής που δεν γνωρίζει την πραγματική διάσταση της σλαβοφωνίας στη Μακεδονία η συγγραφέας όταν αναφέρεται στην ντόπια γλώσσα την θεωρεί «σλαβική γλώσσα» ενώ οι ντόπιοι σλαβόφωνοι Μακεδόνες «βουλγαρικά».
Στην ίδια σελίδα 121 του συγγράμματος η κυρία Ρόμπου-Λεβίδου αναφερόμενη πάλι στα «βουλγαρικά» τραγούδια της Δήμητρας από τους Πύργους γράφει τα παρακάτω, αποδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο ότι δεν έχει αντιληφθεί ότι με αυτόν τον τρόπο προωθεί την βουλγαρική ηγεμονική γλώσσα ενάντια στο τοπικό ελληνοσλαβικό ιδίωμα των Πύργων το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την βουλγαρική γλώσσα:
«Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τίτλοι όλων ανεξαιρέτως των τραγουδιών -συμπεριλαμβανομένων των βουλγάρικων ήταν γραμμένοι με ελληνικούς χαρακτήρες.



 Αν και η βουλγαρική γραφή είναι απολύτως κατάλληλη για τη γραπτή απόδοση της προφορικά μεταδιδόμενης γλώσσας των ντόπιων -που είναι πολύ συγγενής με την επίσημη βουλγαρική η Δήμητρα, όπως και άλλοι ντόπιοι, δε γνωρίζουν τη βουλγαρική γραφή, μια και το ελληνικό κράτος δεν τους επέτρεψε να την διδαχτούν στο σχολείο. »

Διπλή αστοχία.

Πρώτον δεν μπορεί η συγγραφέας να αναιρεί μια παράδοση αιώνων και στην ουσία την καταστροφή της γλωσσικής προφορικής κληρονομιάς θεωρώντας η ίδια ότι η «βουλγαρική γραφή είναι η απολύτως κατάλληλη για την γραπτή απόδοση».
Ανεπίτρεπτο για ένα επιστημονικό σύγγραμμα να προωθεί μια ξένη και στην περίπτωση των Πύργων εχθρική επιβολή μιας ηγεμονικής γλώσσας την οποία η συγγραφέας θεωρεί «συγγενή» με την επίσημη βουλγαρική. 

Δεύτερον ότι « δε γνωρίζουν τη βουλγαρική γραφή, μια και το ελληνικό κράτος δεν τους επέτρεψε να την διδαχτούν στο σχολείο.». 
Δεν θα το αφήνω εκτός σχολιασμού γιατί φαίνεται η άγνοια της συγγραφέας για την τοπική ιστορία. 
Οι Πύργοι είναι ένα καθαρά σλαβόφωνο χωριό. 
Η επιλογή τους στο παρελθόν ήταν να μην δεχθούν την Βουλγαρική Εξαρχία και παρέμεινε για αιώνες ένα πατριαρχικό δηλαδή ελληνικό χωριό.

Ούτε βουλγάρικη εκκλησία δέχθηκαν ούτε την βουλγαρική ηγεμονική γλώσσα, αφού δεν υπήρξε ποτέ βουλγαρικό σχολείο στους Πύργους.


Ήταν δική τους επιλογή αντίθετα για παράδειγμα με την γειτονική Πλεύνα-Πετρούσα στην οποία διδάχθηκε η βουλγαρική ηγεμονική γλώσσα.

Η ελληνική ηγεμονική γλώσσα ήταν και παραμένει για αιώνες στους Πύργους παράλληλα με το ελληνοσλαβικό τοπικό ιδίωμα.


Η παρατήρηση πέρα από άστοχη και ανιστόρητη είναι και επιστημονικώς απαράδεκτη.

Στο ίδιο μήκος κύματος και η αναφορά της για το Βώλακα στη σελίδα 94 που θεωρώ επίσης  ανιστόρητη για τους ίδιους λόγους:
«Πράγματι, οι σημερινοί ντόπιοι έχουν αποστασιοποιηθεί σημαντικά από τη σλαβική γλώσσα και έχουν αποκτήσει πλήρη εξοικείωση με την ελληνική.»
Μάλιστα όταν η ίδια στην σελίδα 62 αντιφάσκει όταν αναφέρει ότι:
«Οι τοπικές μαρτυρίες δηλώνουν ότι στα προ-εθνικά χρόνια οι κάτοικοι του Βώλακα ήταν ίσα μοιρασμένοι ανάμεσα στη Βουλγαρική Εξαρχία και το Πατριαρχείο. Δύο διαφορετικές εκκλησίες λειτουργούσαν στο χωριό και οι κάτοικοι ακολουθούσαν ελεύθερα την εκκλησία της επιλογής τους.
 Η επιλογή γλώσσας συχνά ακολουθούσε τη θρησκευτική ένταξη. Ωστόσο, μολονότι υπήρχαν θύλακες ελληνοφωνίας, οι περισσότερες οικογένειες ήταν σλαβόφωνες.»
Δηλαδή στον Βώλακα οι «θύλακες ελληνοφωνίας» δεν μιλούσαν την «ηγεμονική» ελληνική γλώσσα στα «προ-εθνικά χρόνια»;

Θεωρώ ότι η έκφραση «θύλακες» είναι άστοχη γιατί παραπέμπει σε παρερμηνείες. Στον Βώλακα όπως και στην Πετρούσα και σε όλα τα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας όπως έχω κατά κόρον τονίσει συνυπήρχαν ισότιμα τα τοπικά ελληνοσλαβικά ιδιώματα με την ελληνική γλώσσα για αιώνες, δηλαδή προτού την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1913.



Συμπεράσματα για την πρώτη ενότητα:


 - Τα σλαβικά τοπικά ιδιώματα της Μακεδονίας και Θράκης δεν ανήκαν και δεν ανήκουν σε καμία γλώσσα, είναι δηλαδή τα «ορφανά της πρωτοσλαβικής γλώσσας» και διεκδικούνται τόσο από την νέα σλαβουλγαρική όσο και από την σλαβομακεδονική γλώσσα.

- η «σλαβική» γλώσσα που αναφέρεται 23 φορές στο σύγγραμμα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα
- Η βουλγαρική γλώσσα από τον 14ο αιώνα μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν υπάρχει.
- Η σλαβομακεδονική γλώσσα δημιουργήθηκε στα μέσα του 20ου αιώνα συγκεκριμένα το 1949 μ.Χ.

2η  Ενότητα:

Ο ορισμός του ντόπιου ελληνόφωνου 

και σλαβόφωνου Μακεδόνα, 

ο εξελληνισμός και ο εκβουλγαρισμός 
της Ανατολικής Μακεδονίας, 
η δημιουργία της υποκειμενικότητας και της «σλαβικότητας» στην Μακεδονία στα μέσα του 19ου αιώνα


Θα τονίσω για πολλοστή φορά ότι η ηγεμονική ελληνική γλώσσα και τα ελληνοσλαβικά ιδιώματα της Μακεδονίας και της Θράκης συνυπάρχουν για πάνω από μια χιλιετηρίδα.
Όμως περί τα μέσα του 19ου αιώνα προκύπτει η θεωρία του πανσλαβισμού που θέλει όλες της «διαλέκτους» της Θρακομακεδονίας ως κομμάτια μιας «μητρικής σλαβοβουλγαρικής».
Στην προηγούμενη ενότητα έγινε πιστεύω σαφές ότι τέτοια σλαβοβουλγαρική γλώσσα δεν υπήρχε. Στην λανθασμένη αυτή υπόθεση στηρίζεται η ταύτιση της «βουλγαρικής» γλώσσας με την εθνική ταυτότητα.
Έτσι προέκυψε ξαφνικά στην Ανατολική Μακεδονία να έχουμε «Βουλγάρους» χωρίς ποτέ ιστορικά να είχαμε παρουσία του βουλγαρικού πολιτισμού και της παλιάς σλαβοβουλγαρικής γλώσσας «Old-Middle Bulgarian language» στην Ανατολική Μακεδονία.
Η παρουσία των Βουλγάρων κατακτητών στην Ανατολική Μακεδονία ήταν μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα ανύπαρκτη.


Ο διπλανός χάρτης αποτυπώνει το πρώτο βουλγαρικό Βασίλειο των Τσάρων Boris, Symeon και Samuil, το οποίο μπορεί να κατέλαβε την Δυτική Μακεδονία και έφτασε μέχρι την Στερεά Ελλάδα, μάλιστα η Αχρίδα έγινε για λίγα χρόνια έδρα του Τσάρου Symeon, του Τσάρου των «Βουλγάρων και Ρωμαίων» όμως οι Βούλγαροι στην Ανατολική Μακεδονία πρώτη φορά εμφανίστηκαν ως κατακτητές σε τμήματα της Ανατολικής Μακεδονίας στο δεύτερο βουλγαρικό Βασίλειο το 1202-4 και αργότερα το 1230-46, συνολικά δηλαδή έχουμε μόνο 18 χρόνια βουλγαρικής κατοχής!

Αυτό δείχνει ότι η παρουσία του βουλγαρικού πολιτισμού στην Ανατολική Μακεδονία είναι αμελητέα.

Εδώ βρίσκεται μια από τις μεγαλύτερες πλάνες στην σύγχρονη ιστοριογραφία της Ευρώπης.

Οι σλαβόφωνοι Ανατολικής Μακεδόνες σε πρώτη φάση ζητούν, κατά προτροπή των πανσλαβιστών στα τέλη του 19ου αιώνα να ¨ακούσουν την θεία Λειτουργία στην γλώσσα τους¨ δηλαδή στα «βουλγαρικά».



Όμως όπως προανέφερα η Θεία λειτουργία στις βουλγαρικές μητροπόλεις γινόταν στην παλαιοσλαβονική γλώσσα, την οποίαν δε γνώριζαν οι σλαβόφωνοι της Ανατολική Μακεδονίας 
οι οποίοι θεωρούσαν ότι με την προσχώρηση τους στη Βουλγαρική Εξαρχία θα άκουγε τη Θεία λειτουργία στην γλώσσα του, στα «βουλγαρικά» που μιλούν (ή στην «σλαβική» κατά την συγγραφέα).

Την παλαιοσλαβονική όμως ούτε οι Σλάβοι-Βούλγαροι των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων καταλάβαιναν για τον λόγο αυτό μεταφράστηκαν τα εκκλησιαστικά κείμενα στην νέα βουλγαρική λόγια γλώσσα.


Επομένως παραπλανήθηκε ένα κομμάτι των σλαβοφώνων Μακεδόνων, στην συντριπτική πλειοψηφία αγγράμματοι και υπέγραψαν ότι ζητούν την βουλγαρική θεία λειτουργία, υποτίθεται για να την καταλαβαίνουν.

Αλλά και όταν μεταφράστηκε, πάλι στα τέλη του 19ου αιώνα από την παλαιοσλαβονική στην νέα βουλγαρική γλώσσα «Modern Bulgarian language» πάλι δεν την καταλάβαιναν αφού αυτή ήταν η σλαβοβουλγαρική διάλεκτος του Βελίκου Τάρνοβου της βόρειας Βουλγαρίας.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν επιλογή τους.


Από αυτήν ακριβώς την χρονική στιγμή της προσχώρησης των σλαβοφώνων της Μακεδονίας στην Βουλγαρική Εξαρχία ξεκινά η «υποκειμενικότητα» και την «διαφορετικότητα», δηλαδή περί τα τέλη του 19ου αιώνα.



Εδώ βρίσκεται και η λανθασμένη προσέγγιση του συγγράμματος επί του υπαρκτού ζητήματος της «διαφορετικότητας» την οποία συνδέει με την «προσάρτηση» της Ανατολικής Μακεδονίας το 1913, δηλαδή σχεδόν μισό αιώνα μετά.

Από την στιγμή που ο σλαβόφωνος προσχώρησε στην Βουλγαρική εξαρχία αποσχίζεται από την παράδοση του στο όνομα μιας «φαντασιακής ομοιογένειας» με τους Σλάβους Βούλγαρους, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ονομασία των ομιλούμενων ελληνοσλαβικών ιδιωμάτων ως  «βουλγαρικών», ή «σλαβικής γλώσσας» κατά το σύγγραμμα, αποδεχόμενος τη «σλαβικότητα» της βουλγαρικής παράδοσης, η οποία ιστορικά δεν υπήρχε ποτέ στην Ανατολική Μακεδονία.
Με ποιο τρόπο έγινε αυτό;

Στη Ανατολική Μακεδονία δραστηριοποιείται για τους πανσλαβιστές περί τα μέσα του 19ου αιώνα ο Κροάτης Stefan Ilić Verković (1821-1893).

Το 1849 στρατολογείτε από τον Υπουργό Εσωτερικών της Σερβίας Ilija Garašanin (1812-1874) και γνωστό πανσλαβιστή ως πράκτορας του.
Η αποστολή ήταν να πάει στη Ανατολική Μακεδονία και να πείσει τους σλαβόφωνους Μακεδόνες ότι δεν είναι Ρωμιοί-Έλληνες αλλά Σλάβοι.


Η εντολή είναι

македонските славяни при разрешаването на Източния въпрос да се считат за славяни, а не гърци

Δηλαδή

«για την επίλυση του Ανατολικού ζητήματος πρέπει οι Μακεδόνες Σλάβοι να θεωρηθούν Σλάβοι και όχι Έλληνες».


Ο Verkovic εγκαθίσταται στις Σέρρες και είναι ο άνθρωπος που θα αλλάξει την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας, είναι αυτός που έφερε πρώτος την «σλαβικότητα» στην περιοχή των Σερρών. 

Η άφιξή του, η διαδρομή του, οι επαφές του και οι σύνδεσμοί του είναι επακριβώς καταγεγραμμένοι με ονόματα και ημερομηνίες, αλλά δεν είναι επί του παρόντος η παρουσίαση.

Είναι ο πρώτος πανσλαβιστής ο οποίος θα στρατολογήσει γηγενείς Μακεδόνες ως επί το πλείστων ελληνοδιδασκάλους και με το πρόσχημα του ακούσματος της θείας λειτουργίας στα «βουλγαρικά» θα πλαστογραφήσει την ιστορία της περιοχής.

Με λίγα λόγια η «σλαβικότητα» στην Ανατολική Μακεδονία δεν ήταν κάποιο  κίνημα ντόπιων Μακεδόνων αλλά αποκλειστικά του Verkovic που στην αρχή δεν είχε κανένα λαικό έρεισμα αλλά με την βοήθεια των πρακτόρων του έσπειραν την διαφορετικότητα και την υποκειμενικότητα στην Ανατολική Μακεδονία.



Η «σλαβικότητα» είναι η νέα κατάσταση ενάντια στον ελληνισμό που ήταν για μια χιλιετία η παράδοση και η παρακαταθήκη των σλαβόφωνων προγόνων.

Έτσι με μια υπογραφή σε ορισμένα ντόπια χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας δημιουργείται ένα κοινωνικό πρόβλημα που δεν υπήρχε ποτέ. 

Από την μια η παραπλανητική υπόσχεση των πανσλαβιστών για άκουσμα των εκκλησιαστικών κειμένων στα «βουλγαρικά» που δεν υλοποιήθηκε ποτέ και από την άλλη η πάτρια παράδοση που ήθελε για αιώνες την ελληνορθόδοξη εκκλησιαστική παράδοση.

Δηλαδή διχασμός της κοινωνίας σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, εκεί που φυσικά που δόθηκε γη και ύδωρ στους πανσλαβιστές.

Τότε, δηλαδή περί τα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργείται το «..ζήτημα της σλαβικότητας και της ελληνικότητας» (σελίδα 129) και όχι με την «προσάρτηση» της Μακεδονίας το 1913.

Οι σλαβόφωνοι ντόπιοι μιας ορθοδόξου κοινότητας της Ανατολικής Μακεδονίας που αποσχίστηκαν και προσχώρησαν στην Βουλγαρική Εξαρχία ονομάστηκαν εξαρχικοί, οπαδοί της «σλαβικότητας» και στην αρχή της αναγνώρισης της Βουλγαρικής Εξαρχίας συνυπήρχαν με τους  πατριαρχικούς, δηλαδή τους Γραικομάνους.

Ο διαχωρισμός, όπως σωστά αναφέρει το σύγγραμμα στη σελίδα 295 ήταν καθαρά θρησκευτικός, άρα κοινωνικός και «ο εθνικός συνειρμός προστέθηκε αργότερα».
Ο εθνικός συνειρμός ήρθε με τη διδασκαλία της βουλγαρικής ηγεμονικής γλώσσας και του βουλγαρικού πολιτισμού δηλαδή της υποτιθέμενης «σλαβικότητας».


Με την «σλαβικότητα» ήταν οι εξαρχικοί, δηλαδή αυτοί που υπέγραψαν στο αίτημα των πανσλαβιστών και με την ελληνικότητα οι πατριαρχικοί.

Με τον τρόπο αυτό από θρησκευτικός έγινε εθνικός ο διαχωρισμός, με τη αποδοχή της Βουλγαρικής Εξαρχίας.


Όταν προστέθηκε ο εθνικός συνειρμός οι σλαβόφωνοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, στους Γραικομάνους και στους Βουλγάρους.

Ο όρος Γραικομάνος (Гъркомани) χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τον σλαβόφωνο Μακεδόνα, τον «ελληνόφρωνα» (σελίδα 129)

ενώ ο ελληνόφωνος ντόπιος Μακεδόνας ονομάζετε Έλληνας-Γκρτσκι (гръцки).


Για όσους δεν γνωρίζουν την ανθρωπογεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας παραπέμπω στον διπλανό χάρτη του πρωτοπόρου πανσλαβιστή Pavel Jozef Šafárik που κατέγραψε την εθνολογική γι’ αυτόν κατάσταση της Μακεδονονίας περί το 1860 πριν δηλαδή την καθιέρωση της βουλγαρικής εξαρχίας. Στην ουσία αποδίδει την γλωσσική κατανομή της ελληνικής γλώσσας και των ελληνοσλαβικών τοπικών ιδιωμάτων στα μέσα του 19ου αιώνα.
Με κίτρινο χρώμα καταγράφονται οι ελληνόφωνοι ντόπιοι Μακεδόνες με πράσινο οι σλαβόφωνοι.
Δεν είναι εθνολογικός για το λόγο που ανέφερα πιο πάνω. Στο πράσινο χρώμα περιλαμβάνονται και οι Γραικομάνοι οι οποίοι είναι μεν σλαβόφωνοι αλλά έχουν ελληνική συνείδηση.



Η αναφορά στο σύγγραμμα και ειδικά στο Επίμετρο του συγγράμματος για τον όρο «ντόπιος» είναι ελλιπής γιατί βλέποντας τον παραπάνω χάρτη του 1860 η συγγραφέας αναφέρεται μόνο στους σλαβόφωνους (πράσινο χρώμα στον χάρτη) τους οποίους θεωρεί όλους συλλήβδην σλάβους κατά την πανσλαβική εξομοίωση γλώσσας και εθνικής ταυτότητας που όπως αναφέρω είναι εκτός πραγματικότητας.

Όμως ως ντόπιοι αυτοπροσδιορίζονται και οι γηγενείς ελληνόφωνοι Μακεδόνες μετά την εγκατάσταση πρώτα των Θρακιωτών προσφύγων και μετά των Μικρασιατών.
Τόσο ο σλαβόφωνος Γραικομάνος όσο και ο ελληνόφωνος Μακεδόνας είναι στην ουσία «ντόπιοι Μακεδόνες» και ανήκουν σε μια υπαρκτή ομοιογένεια που ονομάζεται ελληνισμός και η οποία υπάρχει για μια χιλιετία.



Γραικομανισμός σημαίνει συνύπαρξη σλαβοφωνίας, ελληνικής μακεδονικής παράδοσης, ελληνορθόδοξου πίστης, ελληνικού πολιτισμού και ελληνικής λόγιας γλώσσας.

Δηλαδή ο Γραικομανισμός και ο ελληνισμός στην Ανατολική Μακεδονία ήταν έννοιες ταυτόσημες.
Είναι η κοινωνική και πολιτιστική κατάσταση που επικρατεί στις σλαβόφωνες περιοχές της Μακεδονίας από τον εκχριστιανισμό και εξελληνισμό των πρώτων σλάβων τον 9ο περίπου μ.Χ. αιώνα μέχρι σήμερα.

Εδώ να επιμείνω λίγο και να στηρίξω την άποψη ότι η «σλαβικότητα» όπως χρησιμοποιείται στο σύγγραμμα ταυτίζεται με τη βουλγαρική παιδεία και πολιτισμό.
Όπως προανέφερα υπάρχουν πλέον δύο καταστάσεις στα τέλη του 19ου αιώνα, η παραμονή στο πατριαρχείο και η προσχώρηση στη βουλγαρική εξαρχία.

Ο Γραικομανισμός ταυτίζεται με το παλιό καθεστώς ενώ η εξαρχία με το νέο. 



Δηλαδή στα τέλη του 19ου αιώνα δεν έχουμε επιλογή του ελληνικού πολιτισμού από τους Γραικομάνους γιατί αυτός υπήρχε για αιώνες στην Ανατολική Μακεδονία.
Αντίθετα οι εξαρχικοί επιλέγουν με την υπογραφή τους την νέα «σλαβικότητα».
Οι Γραικομάνοι θεωρούν εαυτούς Έλληνες και όχι Σλάβους,

ενώ οι Εξαρχικοί αυτοαποκαλούνται Βούλγαροι επομένως θεωρούν εαυτούς Σλάβους.

Επομένως το σύγγραμμα  στην σελίδα 295 όπου αναφέρεται ότι:

«Σύμφωνα με πηγές του πρώιμου 19ου αιώνα, σε μια πρώτη φάση, οι χριστιανοί ορθόδοξοι Σλάβοι που κατοικούσαν στην οθωμανική Μακεδονία ορίζονταν ως Βούλγαροι.» 
πρέπει να συμπληρωθεί ότι:
μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα ορισμένοι σλαβόφωνοι Μακεδόνες ορίζονται ως Σλάβοι και ως Βούλγαροι. Ένα μέρος μόνο όχι όλοι.

Το σύγγραμμα στο Επίμετρο του και συγκεκριμένα στο Παράρτημα Α ξεκινά την «γενεαλογία του όρου ντόπιοι…» από τον «πρώιμο 19ου αιώνα» και χωρίζει σε επτά «φάσεις» τον ορισμό του ντόπιου Μακεδόνα. Υπάρχουν όμως και οι ελληνόφωνοι ντόπιοι Μακεδόνες οι οποίοι δεν αναφέρονται καθόλου στο σύγγραμμα.

Ξεκινώντας από το ανιστόρητο ότι σε
 «πρώτη φάση» «χριστιανοί ορθόδοξοι Σλάβοι που κατοικούσαν στην οθωμανική Μακεδονία ορίζονταν ως Βούλγαροι» δεν αναφέρει όμως από ποιους «ορίζονται ως Βούλγαροι»  οι σλαβόφωνοι,
 μετά «δεύτερη φάση» την  «Ελληνοβούλγαροι» και «Βουλγαροσλάβοι» ανάλογα με την υπαγωγή ή όχι στην Βουλγαρική εξαρχία (η πραγματική ονομασία ήταν Πατριαρχικοί και Εξαρχικοί) , 
σε «τρίτη φάση» «… υιοθετήθηκε για πρώτη φορά ο όρος βουλγαρόφωνοι για τον προσδιορισμό των σλαβόφωνων χριστιανών της Μακεδονίας», 
«τέταρτη φάση» δεν αναφέρεται στο σύγγραμμα και πάει
 στην «πέμπτη φάση» «.. που περίπου συμπίπτει με τη στροφή του αιώνα  οι ελληνικές πηγές χρησιμοποίησαν τον όρο Μακεδόνες για να αναφερθούν στους σλαβόφωνους γηγενείς».
Μετά οι φάσεις γίνονται στάδια  «σε ένα έκτο στάδιο της γενεαλογίας του όρου ντόπιος, η διάκριση πέρασε στους όρους σλαβόφωνοι Έλληνες και Μακεδονοσλάβοι» και κλείνει με μια τελευταία φάση, 
την «έβδομη φάση»  «Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα και, κυρίως, μετά την ήττα των αριστερών δυνάμεων στον Εμφύλιο, σε μια έβδομη φάση της γενεαλογίας που επιχειρείται εδώ, ο όρος σλαβόφωνοι, που είχε πρωτοεμφανιστεί στη στροφή του αιώνα, επικράτησε στο λεξιλόγιο τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς».

Η περιγραφή του όρου ντόπιος από το σύγγραμμα είναι επιφανειακή και αφορά τις διάφορες ονομασίες που έδιναν τρίτοι για τους σλαβόφωνους Μακεδόνες.

Δεν αναφέρεται όμως πουθενά στο σύγγραμμα πως ονόμαζαν οι ίδιοι οι σλαβόφωνοι τους εαυτούς τους.

Από όσα προανέφερα για τον Γραικομανισμό και τη «σλαβικότητα» και την διαφορετικότητα που ξεκίνησε με την Βουλγαρική Εξαρχία στα τέλη του 19ου αιώνα θεωρώ ότι οι φάσεις δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα της σλαβοφωνίας στην Ανατολική Μακεδονία.

Η περιγραφή δηλαδή είναι ελλιπής, η δε απουσία του όρου «Γραικομάνου» είναι δείγμα της μεροληπτικής και της μονομερούς καταγραφής.

Προσπαθεί το σύγγραμμα να δώσει μια εικόνα ενός συνόλου που σε επτά διαφορές φάσεις ονοματίζεται διαφορετικά αλλά στην ουσία ο «ντόπιος γηγενείς σλαβόφωνος» είναι «Μακεδόνας», «ούτε Βούλγαρος, ούτε Σέρβος ούτε Έλληνας».


Έτσι η περιγραφή του Rudolf Archibald Reiss στην σελίδα 224 του συγγράμματος της είναι ενδεικτική για το τι  θεωρεί η συγγραφέας «Μακεδόνα»:


«Οι έρευνες μου στην ελληνική και σέρβικη Μακεδονία έδειξαν ότι ο Μακεδόνας είναι το αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κατοχών που υπέστη αυτή η γη.

 Έχει βρεθεί στα χέρια των Ελλήνων, των Σέρβων του Ντουσάν, των Τούρκων, κτλ.

 Ο ανθρωπολόγος (lanthropologue) που θα θελήσει να εδραιώσει τα ίχνη μιας μοναδικής ράτσας είναι πανούργος!

Ο Μακεδόνας δε ζητά παρά μόνον ένα πράγμα: να τον αφήσουν να κερδίζει το βιός του ειρηνικά. Του είναι αδιάφορο αν θα είναι Βούλγαρος, Σέρβος ή Έλληνας αρκεί να τον αφήσουν ήσυχο, να πληρώνει όσο το δυνατόν μικρότερους φόρους και να είναι ελεύθερος.
Επί πλέον δεν του αρέσει η στρατιωτική θητεία, γιατί δεν είναι εξοικειωμένος με αυτήν την ιδέα. Μια απόδειξη της αδιαφορίας του Μακεδόνα για την εθνικότητα είναι το γεγονός ότι έχω συναντήσει οικογένειες στις οποίες ο ένας αδελφός έγινε Έλληνας, ο άλλος Βούλγαρος και ο τρίτος Σέρβος ή Τούρκος.»
Το «δεν είμαι ούτε Βούλγαρος ούτε Σέρβος ούτε Έλληνας αλλά Μακεδόνας» είναι μια περιγραφή που θυμίζει περισσότερο ευχολόγιο παρά πραγματική καταγραφή μιας εθνικής συνείδησης που είναι άγνωστη στους γηγενείς σλαβόφωνους της Ανατολικής Μακεδονίας.

Πάντως με την επιλογή της Βουλγαρικής Εξαρχίας έχουμε μεταβολή μιας υφιστάμενης κατάστασης και την εισαγωγή της «σλαβικότητας».

Ποια αλλαγή φέρει όμως μαζί της η «σλαβικότητα» στα χωριά της Δράμας;
Η διαρκής παρουσία  της βουλγαρικής παιδείας, δηλαδή γλώσσας, πολιτισμού, μουσικής από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα στην Ανατολική Μακεδονία είχε ως αποτέλεσμα την συστηματική αλλοίωση της ντόπιας μακεδονικής παράδοσης και των ελληνοσλαβικών γλωσσικών ιδιωμάτων.

Μέσω της συστηματικής διδασκαλίας της της βουλγαρικής ηγεμονικής γλώσσας αλλοιώνονται τα ελληνοσλαβικά ιδιώματα και μέσω της αλλοίωσης έρχεται στην ουσία ο «εκβουλγαρισμός», γιατί η σλαβουλγαρική γλώσσα θεωρείται πλέον μητρική και επιτελείται μια ομοιογενειοποίηση των σλαβόφωνων γηγενών με τους Σλάβους Βουλγάρους.


Η επιβολή της ηγεμονικής γλώσσας, είτε αυτή είναι η βουλγαρική είτε η σλαβομακεδονική ήταν και είναι ακόμη και σήμερα το κλειδί για την αλλοίωση της μακεδονικής παράδοσης. 



 Η συγγραφέας αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο (κεφάλαιο 4, σελίδες 131-140),   για την «Μακεδονία ξακουστή…και την επινόηση της παράδοσης» δεν αφιερώνει όμως ούτε μια παράγραφο για την «επινόηση» της σλαβικής-βουλγαρικής παράδοσης και τη εισαγωγή βουλγάρικων τραγουδιών και χορών από την βόρεια Βουλγαρία στα πλαίσια της ομοιογενοποίησης των σλαβόφωνων Εξαρχικών με τους Βούλγαρους «αδελφούς».

Σήμερα είναι ακόμα άγνωστο και προς διερεύνηση πόσα και ποια τραγούδια και χοροί που θεωρούνται «ντόπια» είναι στην ουσία εισαγόμενα από την Βουλγαρία κατά την περίοδο της βουλγαρικής Εξαρχίας και των βουλγαρικών κατοχών. 
  
Συμπεράσματα για την δεύτερη ενότητα:
 - δεν υπάρχει μια ομάδα-κοινότητα «γηγενών σλαβόφωνων Μακεδόνων» όπως αναφέρει το σύγγραμμα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα δύο κατασταλαγμένες εθνικά αντίπαλες ομάδες, οι Γραικομάνοι με εμφανή την ελληνική συνείδηση και οι οπαδοί της «σλαβικότητας» που σε πρώτη φάση ονομάζονται εξαρχικοί και στην συνέχεια Βούλγαροι με βουλγαρική συνείδηση. 


3η Ενότητα:

η απαρχή της επιτήρησης ζωνών και ζωών

από το βουλγαρικό ηγεμονικό κράτος στο τέλος του 19ου αιώνα


Ο «Γραικομανισμός» είναι η Αχίλλειος πτέρνα του συγγράμματος και η αμφισβήτηση της επιστημονικότητας του  συγγράμματος.
Η κατάσταση της «σλαβικότητας» που περιγράφεται στο σύγγραμμα αφορά την μεταβολή της υφιστάμενης για αιώνες κατάστασης (Parlitsev: «Ο ελληνισμός αιώνες τώρα ήταν ριζωμένος στην Αχρίδα, ακόμη και τώρα αυξανόταν ολοένα και περισσότερο».) είναι 

κατασκεύασμα της πανσλαβικής θεωρίας και εδραιώθηκε στο μέσα του 19ου αιώνα και στη αρχή δεν είχε λαϊκό έρεισμα, όπως προανέφερα παραπάνω.



Δεν έχουμε ανταγωνισμό στην ουσία μεταξύ Γραικομανισμού και «σλαβικότητας» αλλά προσπάθεια επιβολής δια της βίας όπως θα το τεκμηριώσω παρακάτω μιας ξένης προς την μακεδονική-ελληνική παράδοση, της βουλγαρικής  και την αλλοίωση της υφιστάμενης πολιτιστικής και εκπαιδευτικής κατάστασης της Ανατολικής Μακεδονίας.
Στο πλαίσιο αυτό της νέας κατάστασης ήταν πολύ σημαντικό για τους πανσλαβιστές στην αρχή και μετέπειτα για το ηγεμονικό βουλγαρικό κράτος η καλλιέργεια μίσους και η δημιουργία του κατασκευασμένου εχθρού, δηλαδή της υφιστάμενης κατάστασης που είναι ο γρακαιμονισμός-ελληνισμός.
Η συμπεριφορά των νεοφώτιστων εξαρχικών και η μισαλλοδοξία απέναντι στη πάτρια ελληνική παράδοση της Μακεδονίας θυμίζει πολύ έντονα αυτή των γενιτσάρων Τούρκων ενάντια στην χριστιανική τους καταγωγή.
Το μίσος που καλλιεργείται στα μέσα του 19ου αιώνα από τους πανσλαβιστές είναι εναντίον του ελληνικού πατριαρχείου και των Φαναριωτών με το πρόσχημα ότι αυτοί καταπιέζουν τον Βουλγαρικό πληθυσμό της Μακεδονίας με δυσβάστακτους φόρους και δεν επιτρέπουν να ακούσουν την θεία λειτουργία στην γλώσσα τους, τα «βουλγαρικά».
Έχουμε δηλαδή στα ντόπια σλαβόφωνα χωριά εξάσκηση βίας από τους νεοφώτιστους οπαδούς της «σλαβικότητας» μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ενάντια σε σλαβόφωνους γηγενείς που δεν θέλουν την νέα «σλαβικότητα» και παραμένουν στην ελληνική παράδοση.

Είναι πολύ σημαντική η επισήμανση αυτή, δηλαδή δεν έχουμε την κατάσταση που περιγράφεται με χαλαρότητα στο σύγγραμμα στην σελίδα 62 αναφερόμενη στον Βώλακα όπου αναφέρεται:
 «Οι τοπικές μαρτυρίες δηλώνουν ότι στα προ-εθνικά χρόνια οι κάτοικοι του Βώλακα ήταν ίσα μοιρασμένοι ανάμεσα στη Βουλγαρική Εξαρχία και το Πατριαρχείο. Δύο διαφορετικές εκκλησίες λειτουργούσαν στο χωριό και οι κάτοικοι ακολουθούσαν ελεύθερα την εκκλησία της επιλογής τους.
 Η επιλογή γλώσσας συχνά ακολουθούσε τη θρησκευτική ένταξη. Ωστόσο, μολονότι υπήρχαν θύλακες ελληνοφωνίας, οι περισσότερες οικογένειες ήταν σλαβόφωνες. 

Η πληροφορία αυτή τεκμηριώνει εθνογραφικά τη γνωστή από ιστορικές πηγές άποψη ότι οι δύο εκκλησίες ήταν στενά συνδεδεμένες με τις δύο εθνικές υποθέσεις, την ελληνική και τη βουλγαρική.»

Ενώ λίγες σελίδες παρακάτω στην σελίδα 66:
«Η Προσοτσάνη κάηκε συθέμελα το 1905 από Βούλγαρους κομιτατζήδες επειδή δεν συντασσόταν με την Βουλγαρική Εξαρχία».
Δηλαδή στον Βώλακα «οι κάτοικοι ακολουθούσαν ελεύθερα την εκκλησία της επιλογής τους» και η Προσοτσάνη «κάηκε συθέμελα» επειδή οι κάτοικοι «δεν συντασσόταν με την Βουλγαρική Εξαρχία»;
Οι πληροφορίες που πήρε η συγγραφέας για τα δύο χωριά θα έπρεπε να αναλυθούν επιστημονικά από την συγγραφέα για να αποφευχθεί αυτή η αντίφαση.
Γιατί το «δεν συντασσόταν με την Βουλγαρική Εξαρχία»  δηλώνει ότι ο γραικομανισμός και οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι έπρεπε δια της βίας να εξοντωθούν και μάλιστα σε περίοδο Τουρκοκρατίας.
Το ποιοι ήταν οι κομιτατζήδες θα το δούμε αμέσως παρακάτω.

Βλέπουμε δηλαδή ότι υπάρχει ένας μηχανισμός επιβολής μια συγκεκριμένης άποψης, εν προκειμένω την επιλογή της Βουλγαρικής Εξαρχίας και όποιος δεν συντάσσεται τιμωρείται.

Το θέμα το κομιτατζήδων δεν απασχολεί το σύγγραμμα αφού η αναφορά σε κομιτατζήδες γίνεται μόνο δύο φόρες, μια στην αναφερθείσα περίπτωση της Προσοτσάνης και μια για την Λόφτσα στην σελίδα 224.

Οι κομιτατζήδες ήταν μέλη της VMORO-ΒΜΟΡΟ ή ΕΜΕΑΟ γνωστού και ως Βουλγαρικού κομιτάτου, η οποία θα μας απασχολήσει αμέσως πιο κάτω και ήταν ένοπλοι γηγενείς σλαβόφωνοι Μακεδόνες οι οποίοι αγωνιζόταν για την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία, δηλαδή όχι μόνο είχαν κατασταλαγμένη εθνική συνείδηση αλλά πολέμησαν για την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης στη Βουλγαρία.
Η ένοπλη δραστηριότητα των κομιτατζήδων περιοριζόταν στο να τρομοκρατούν τους Γραικομάνους για να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή δράση τρομοκρατική.

Τρομοκρατική γιατί οι επαναστατικές ενέργειες ενάντια στον κατακτητή ήταν ανύπαρκτες αλλά οι δολοφονικές δραστηριότητες ενάντια στον ελληνισμό από το 1893 μέχρι το 1908 που τερματίστηκαν οι ένοπλες συρράξεις στη Μακεδονία ήταν πολύ πλούσιες.

Θα αναφερθώ λοιπόν στις περιγραφές ενός αδίστακτου Βούλγαρου Κομιτατζή και σλαβόφωνου γηγενή Μακεδόνα από το Σμαρδέσι (Κρυσταλλοπηγή Φλώρινας),  του Βασίλη Τσακαλάρωφ, Vasil Chekalarov (1874-1913) με ανάγλυφες ιστορικές περιγραφές από το Ημερολόγιο του το οποίο φέρει τον τίτλο «Το ημερολόγιο του Ίλιντεν(1901-1903)» εκδόσεις Πετσίβα (έκδοση 2010).

Στο εν λόγο ημερολόγιο του περιγράφει τις αποτρόπαιες πράξεις του Βουλγαρικού Κομιτάτου VMORO (θα αναφερθώ αμέσως παρακάτω) για  το μίσος μεταξύ των σλαβόφωνων Μακεδόνων στο θέμα της επιλογής της εκκλησίας της  επιβολής δια της βίας της Βουλγαρικής Εξαρχίας.

Όχι μόνο δεν «ακολουθούσαν ελεύθερα την εκ­κλησία της επιλογής τους», όπως ισχυρίζεται το σύγγραμμα αλλά οι Γραικομάνοι πλήρωναν με την ζωή τους την αφοσίωση στην ελληνική παράδοση χαρακτηριζόμενοι ως «προδότες».

Με επιλεγμένες εκτελέσεις προς παραδειγματισμό και εκφοβισμό και βασανιστήρια προεστών, ιερέων και δασκάλων προσπαθούσε το Βουλγαρικό κομιτάτο (VMORO-VMRO να τρομοκρατήσει τους σλαβόφωνους Γραικομάνους για να προσχωρήσουν στην Βουλγαρική εξαρχία από το 1893.

Οι αναφορές του Τσαλαλάρωφ αφορούν την περίοδο 1901-1903 δηλαδή πριν τον Μακεδονικό Αγώνα και περιγράφει μια κατάσταση μεταξύ των σλαβοφώνων που δεν ταιριάζει καθόλου με την εικόνα που θέλει να μας παρουσιάσει το σύγγραμμα περί γηγενών Μακεδόνων.
Στην σελίδα 560 της έκδοσης που προανέφερα γράφει:
«Χωρίον Κοννμλάντι-Μακροχώρι

Με 192 οικίας με 1.640 κατοίκους

Κατά το έτος 1883 άρχισε ο αγών δια την απόσπασιν εκ του Γραικομανισμού και το επόμενον έτος ελάμβανε άδεια δια Εκκλησία και Σχολείον.

Το έτος 1898 ο Κόλε Πάντωφ μυήθηκε από τον Τάνας Φερμάνωφ και μετά οι Μάρκο Πάντωφ,……. Μετά από αυτούς όλο το χωριό προσεχώρησεν από τους Πάβελ Χρήστωφ από το Ντυμπένι (Δενδροχώρι).»
Σελίδα 251:
«14 Μαρτίου 1903 (Βύμπελ-Παρασκευή)

Το βράδυ καλέσαμε γενική συνέλευση κι αφού μίλησα για τον κανονισμό και ορισμένες άλλες υποθέσεις του Κομιτάτου και πριν ακόμα θέσω το ζήτημα των γραικομάνων οι χωρικοί άρχισαν να φωνάζουν: ‘κάτω ο γραικομανισμός’.»

Σελίδα 254:

«20 Μαρτίου 1903 (Τσερένιτσα-Πέμπτη)

Το βράδυ καλέσαμε γενική συνέλευση. Πρώτος μίλησε ο Σαράφωφ και κατόπιν εγώ.

Διευθετήσαμε την τσέτα του χωριού και αποφασίσαμε να χτυπηθεί ο γραικομανισμός.»

Σελίδα 294:
«20 Μαίου 1903 (Λίσετς-Τρίτη)

Στο Πισοδέρι θα πιάσουμε τον νέο παπά-Σταύρο και τον Έλληνα δάσκαλο ..και θα τους καταδικάσουμε σε θάνατο.»

Σελίδα 300:
«28 Ιουνίου 1903 (Βύμπελ -Σάββατο)

Οι Γκιτσώφ και Καράτζωφ ήταν προδότες και συνεργάζονταν με τον Έλληνα δεσπότη για να αναζοπυρώσουν τον γραικομανισμό»

Θα δανειστώ τον τίτλο του συγγράμματος της κυρίας Ρόμπου-Λεβίδου για να περιγράψω αυτά που έγιναν μεταξύ των γηγενών σλαβόφωνων Μακεδόνων την περίοδο από την εγκαθίδρυση της ξενόφερτης Βουλγαρικής Εξαρχίας μέχρι την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912-13:
Επιτηρούμενες
ζώνες και ζωές από την Βουλγαρική ηγεμονία από το 1893!.
Αυτό που ενδεχομένως να μη γνωρίζει η συγγραφέας από την στιγμή που μεταμορφώθηκε ο θρησκευτικός σε εθνικό «συνειρμό» (σελίδα 295) ξεκινά το καθεστώς των «επιτηρούμενων ζωνών και ζωών» από την βουλγαρική ηγεμονία για την διεύρυνση της Βουλγαρικής Εξαρχίας και μέσω αυτής την διεκδίκηση της Μακεδονίας και Αδριονούπολης(Ανατολικής Θράκης).
Η επιτήρηση των ζωών των σλαβόφωνων Μακεδόνων έγινε ακόμη ποιο σκληρή μετά την απόρριψη της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (δηλαδή της Μεγάλης Βουλγαρίας στην οποία συμπεριλαμβανόταν η Μακεδονία και η Θράκη) από την Συνθήκη του Βερολίνου τον Ιούλιο του 1878.
Από την αναγγελία της συνθήκης του Βερολίνου στις βουλγαρικές επιτηρούμενες ζώνες της Μακεδονίας και της Θράκης ενεργοποιούνται οι δραστηριότητες και μέσω των επιτηρούμενων εξαρχικών εκκλησιαστικών, πολιτιστικών και φιλανθρωπικών οργανώσεων εκδηλώνονται μαζικές διαδηλώσεις και έγγραφες αναφορές στις Μεγάλες Δυνάμεις και από χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας για προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης στην Βουλγαρία.
Αυτό που ζητούν (και) οι σλαβόφωνοι της Ανατολικής Μακεδονίας το 1878 είναι η προσάρτηση  και η ένωση με τους “αδελφούς” Βούλγαρους του πριγκιπάτου της Βουλγαρίας.
Από την ημερομηνία αυτή ξεκινά ένας μανιώδης αγώνας προσάρτησης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.
Στο πλαίσιο αυτό δημιουργούνται ένοπλα βουλγαρικά κομιτάτα, το 1893 η VMORO και το 1894 η Βερχόβεν τα οποία στόχο έχουν την προσάρτηση της Μακεδονίας και Θράκης (βιλαέτι Αδριανούπολης) στην «μητέρα Βουλγαρία». 
Και οι δύο οργνώσεις είναι “Επαναστατικές Οργανώσεις Μακεδονίας και Ανδριανούπολης”.

Είναι καθαρά βουλγαρικές επαναστατικές οργανώσεις οι οποίες ενώ προς τα έξω φαινόταν ότι επιδιώκουν την αυτονόμηση της Μακεδονίας, στην ουσία ήταν τρομοκρατικές οργανώσεις για να εκβιάζουν τους σλαβόφωνους Γραικομάνους να προσχωρήσουν στην εξαρχία δηλαδή να γίνουν Βούλγαροι.

Η γνωστότερη οργάνωση ήταν η VMORO-ΒΜΟΡΟ ή ΕΜΕΑΟ ή Български македоно-одрински революционни комитети, Balgarski makedono-odrinski rewoljuzionni komiteti, БМОРК, BMORK).
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει ότι η οργάνωση αυτή ήταν χωρισμένη στις λεγόμενες «επαναστατικές περιοχές» σε Μακεδονία και Θράκη οι οποίες ήταν και οι ζώνες επιτήρησης της Οργάνωσης.
Η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας ήταν η λεγόμενη «Трети Серски революционен окръг» δηλαδή η «Τρίτη Επαναστατική Περιφέρεια Σερρών» και ήταν χωρισμένη στις εξής 7 (επτά) επιμέρους ζώνες επιτήρησης:
Σέρρες, Δράμας, Νευροκοπίου, Σιδηροκάστρου, Ραζλόκ (Μπάνσκο), Μελενίκου, Ποροΐων.
Προτού τις «επιτηρούμενες Ζώνες» του Μεταξά περί τα 1936  η Βουλγαρία είχε χωρίσει την Μακεδονία από το 1893 σε «επιτηρούμενες ζώνες» στις οποίες η «επαναστατική» για μένα τρομοκρατική οργάνωση VMORO επιτηρούσε τους νεοφώτιστους Βούλγαρους Μακεδόνες και τους «προδότες» Γραικομάνους.
Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας και Θράκης θεωρούνται από την Βουλγαρία αντίστοιχα Βούλγαροι της Μακεδονίας και της Θράκης αντίστοιχα.

Δεν θα επεκταθώ και δεν θα εμβαθύνω περισσότερο στο θέμα αυτό αλλά θα έπρεπε να φωτιστεί και αυτή η διάσταση που δεν αναφέρεται καθόλου στο σύγγραμμα το οποίο μονομερώς υπερτονίζει μόνο την παρουσία του ελληνικού κράτους στην Ανατολική Μακεδονία από το 1913.

Και το στοιχείο αυτό, δηλαδή της ενεργού συμμετοχής των οπαδών της «σλαβικότητας» της Ανατολικής Μακεδονίας στον αγώνα για την προσάρτηση της στην Βουλγαρία πριν της «προσάρτηση» στην Ελλάδα λείπει από το σύγγραμμα της κ. Ρόμπου-Λεβίδου.
Και ενώ στην πρώτη φάση της νέας «σλαβικότητας» ήταν η απλή επιθυμία να ακούσει ο σλαβόφωνος την θεία λειτουργία στην γλώσσα του δηλαδή στα «βουλγαρικά» στη δεύτερη φάση ειδικά μετά την ίδρυση των κομιτατζήδικων οργανώσεων η «απλή επιθυμία» έγινε η δια των όπλων επιβολή της βουλγαρικής εξαρχίας, αρκεί να δει κανείς τις αναφορές του Τσακαλάρωφ.
Οι σλαβόφωνοι εξαρχικοί, οι οπαδοί της «σλαβικότητας»  είναι τα εργαλεία και τα μέσα για την πραγματοποίηση των στόχων της ιδέας μιας «Μεγάλης Βουλγαρίας» στην οποία θα υπάρχουν οι Βούλγαροι των παλιών βουλγαρικών μητροπόλεων και οι Βούλγαροι της Μακεδονίας και της Θράκης.
 Η αντίδραση όμως των Γραικομάνων στην αλλοίωση της ελληνικής τους παράδοσης  ήταν μεγάλη και η επιδιωκόμενη προσάρτηση των σλαβοφώνων Μακεδόνων δεν επέδιδε καρπούς.
Έτσι από το 1893 μπαίνει στις επιτηρούμενες ζώνες η άσκηση βίας ενάντια στους Γραικομάνους γηγενείς σλαβοφώνους για την προσχώρηση στην Βουλγαρική Εξαρχία.
Με την δραστηριοποίηση των τρομοκρατικών - κομιτατζίδικων αυτών οργανώσεων η επιτήρηση των σλαβόφωνων παίρνει δραματική τροπή.
Η VMΟRO-ΒΜΟΡΟ σχεδιάζει και υλοποιεί δολοφονίες επιφανών σλαβοφώνων Γραικομάνων.
Δηλαδή η παραδοχή ελληνικότητας των γηγενών σλαβοφώνων Μακεδόνων τιμωρείται από την VMΟRO με τον θάνατο.
Για το διάστημα από το 1893 που πρωτοεμφανίζεται η VMΟRO μέχρι το 1904 που ξεσπά η αντίδραση των Γραικομάνων που είναι γνωστή ως Μακεδονικός Αγώνας έχουν δολοφονηθεί 356 σλαβόφωνοι ιερείς, προεστοί και πρόεδροι, δάσκαλοι και έμποροι που στάθηκαν εμπόδιο σε αυτόν τον αγώνα πλαστογράφησης της ιστορίας της Μακεδονίας.
Είναι ο «Κατάλογος των υπό των οργάνων του Βουλγαρικού Κομιτάτου δολοφονηθέντων ορθοδόξων, εν Μακεδονία και Θράκη κατά τα τελευταία πέντε έτη» τυπωμένος το 1904 «εν Κωνσταντινούπολει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου» και διαθέσιμος στο διαδίκτυο.
Οι Γραικομάνοι ήταν οι φορείς της ντόπιας μακεδονικής παράδοσης, όπως προανέφερα πολλές φορές που υπήρχε για αιώνες στη Μακεδονία ενώ οι εξαρχικοί, οι οπαδοί της «σλαβικότητας» της νέας εισαγόμενης μέσω Βουλγαρικής Εξαρχίας βουλγαρικής παράδοσης.
Δεν έχουμε μια «επιλογή» όπως περιγράφει το σύγγραμμα αλλά μια υφιστάμενη κατάσταση που υπάρχει για αιώνες και μια μεταβολή που στηρίζεται στην υποτιθέμενη «βουλγαρική γλώσσα».

Με λίγα λόγια ο Γραικομάνος δεν επιλέγει αλλά παραμένει πιστός στις παραδόσεις του αλλά ο εξαρχικός επιλέγει,  αποσχίζεται και αποκόπτεται από την παράδοση των προγόνων του και ακολουθεί μια παράδοση η οποία επιβάλλεται με την βία!

Άρα λάθος η χρήση του «επιλογή» για τους Γραικομάνους στο σύγγραμμα ως όρου αντί του σωστού «επιβολή δια της βίας».
Ένα από τα σημαντικά στελέχη της VMRO-ΒΜΟΡΟ Mihail Gerdzhikov (Михаил Герджиков), γεννημένος στις 29 Ιανουαρίου 1877 στην Φιλιππούπολη και γενικός επιτελάρχης της Εξέγερσης του Ililnden-Preobrasnie το 1903 στο βιλαέτι της Ανδριανούπολης αναφέρεται στο «ακατανόητο φαινόμενο» του «Γραικομανισμού»:
«Η γλώσσα του, τα ήθη και έθιμα του η νοοτροπία του η φορεσιά του η σπιτικές συνήθειες όλα σου φωνάζουν την βουλγαρική καταγωγή του. Και όμως παραμένει σαν στρείδι στην Πατριαρχική του και ενωμένος με την Ελληνική ιδέα. Γι αυτήν είναι έτοιμος να θυσιασθή.
Ανοίγωμεν στα χωριά τους βουλγαρικά σχολεία και τα συντηρούμε. Τους στέλνουμε Βουλγάρους παπάδες και δασκάλους, που τους πληρώνουμε εμείς. Συντηρούμε φτωχές οικογένειες.

Τίποτε!Πληρώνουν μόνοι τους παπάδες και δασκάλους που τους στέλνει το Πατριαρχείο της Πόλης….

Και βλέπεις ένα μοναδικό, ένα ακατανόητο φαινόμενο για κάθε λογικευμένο άνθρωπο, έστω και αν δεν είναι Βούλγαρος.
Στις μεγάλες Χριστιανικές γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα , Αγίου Γεωργίου Αγίου  Δημητρίου, στους γάμους και στα βαφτίσια τους, όταν στρώνονται στο τραπέζι με συγγενείς και φίλους και η τσότουρα με το κρασί περνά από χέρι σε χέρι , -δεν εύχονται για την απελευθέρωσή τους από τον τουρκικό ζυγό, για την ένωση με την μεγάλη Πατρίδα, αλλά τους ακούς να διαδηλώνουν τα αισθήματα τους με τα λόγια:
Ντα ζοβέε Ορτοντοξία ( Ζήτω η Ορθοδοξία). Δηλαδή «ζήτω το Πατριαρχείο, ζήτω ο Ελληνισμός»...(Κ. Βακαλόπουλος, « Ιστορία του βόρειου ελληνισμού, Η Θράκη, Εκδ. Κυριακίδη» σελ. 237)
Εδώ καταδεικνύονται οι τρόποι συντήρησης της επιτήρησης των εξαρχικών σχισματικών σλαβοφώνων
«Ανοίγωμεν στα χωριά τους βουλγαρικά σχολεία και τα συντηρούμε.

Τους στέλνουμε Βουλγάρους παπάδες και δασκάλους, που τους πληρώνουμε εμείς. Συντηρούμε φτωχές οικογένειες.»

Σε αντίθεση με την «καταπίεση των σλαβόφωνων» και τους φόρους του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών.
Και όμως «βλέπεις ένα μοναδικό, ένα ακατανόητο φαινόμενο για κάθε λογικευμένο άνθρωπο» τον ελληνισμό-γραικομανισμό.
Η πραγματική διάσταση στα σλαβόφωνα χωριά της Δράμας λοιπόν ήταν το δίλημμα, «σλαβικότητα» ή πάτρια παράδοση.
Περί αυτού πρόκειται, οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι αντιστάθηκαν σθεναρά και θυσιάζοντας την ζωή τους ενάντια στην «σλαβικότητα».
Ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν ένας αγώνας μεταξύ των Γραικομάνων και Βουλγάρων Μακεδόνων για την επικράτηση ή όχι του εκβουλγαρισμού και στην ουσία της «σλαβικότητας».
Ερχόμαστε τώρα στις ελληνικές επιτηρούμενες ζώνες και ζωές του συγγράμματος,.
Στην σελίδα 45 αναφέρεται:
«Στην πραγματικότητα η επιτηρούμενη ζώνη αποτέλεσε ένα αδίστακτο μέτρο παραγωγής διαφοράς, απομόνωσης και ελέγχου πληθυσμών που «απέκλιναν» από την ηγεμονική πλειοψηφία του ελληνικού κράτους με όρους πολιτισμικούς ή εθνοτικούς. 

Δηλαδή, η αυθαίρετα ορισμένη επιτηρούμενη περιοχή που απλωνόταν κατά μήκος των συνόρων της χώρας χρησιμοποιήθηκε σαν γεωγραφικός και συμβολικός χώρος, όπου κατοικούσαν «εχθροί εντός των τειχών» (Μιχαηλίδης, Nικολακόπουλος, Φλάισερ 2006).»

Είναι μια θέση που προκαλεί θυμηδία.
Πρώτον γιατί η επιτηρούμενη ζώνη όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα έγινε για την ασφάλεια της οχυρωματικής γραμμής των συνόρων. Οι εγκαταστάσεις των οχυρών έγιναν από τον Μεταξά και κόστισαν τους δύο προϋπολογισμούς του ελληνικού κράτους.

Δεν υπάρχει κράτος στον κόσμο που να μην έχει γύρω από τα σύνορα του μια επιτηρούμενη ζώνη ασφαλείας. 

Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση της κομμουνιστικής  Ανατολικής Γερμανίας από την Δυτική και την απαγορευμένη ζώνη γύρω από τα σύνορα όπου οι παραβάτες τουφεκιζόταν χωρίς προειδοποίηση.

Η επιτηρούμενη ζώνη δεν ήταν «αδίστακτο μέτρο παραγωγής διαφοράς, απομόνωσης και ελέγχου πληθυσμών» αλλά μέτρο προστασίας των συνόρων.

Γράφω ότι προκαλεί θυμηδία γιατί η απαγορευμένη ζώνη στην περίπτωση της Δράμας ξεκινούσε από το 25ο χιλιόμετρο της εθνικής οδού Δράμας Νευροκοπίου και για να περάσει κανείς έπρεπε να είχε εφοδιαστεί με ειδική άδεια.

Τα περισσότερα όμως ντόπια σλαβόφωνα χωριά, η «εξαρχική» Πετρούσα, οι Πύργοι, ο Ξηροπόταμος, Καλή Βρύση κλπ ήταν εκτός επιτηρούμενης ζώνης.

Η δραστηριότητα στις επιτηρούμενες ζώνες της βουλγαρικής ηγεμονίας των βίαιων μηχανισμών αλλοίωσης της παράδοσης και ειδικά των ενόπλων σλαβόφωνων γηγενών που συμμετείχαν στις κομιτατζήδικες τσέτες της VMORO αποδεικνύει ότι ο γραικομανισμός-ελληνισμός ήταν ριζωμένος για αιώνες στη Μακεδονία και έπρεπε η νέα «σλαβικότητα» που εδραιώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, να επιβληθεί δια της βίας.
Η συγγραφέας αναφέρεται στο σύγγραμμα  στην «σλαβικότητα» ως τον ιδιαίτερο πολιτισμό των ντόπιων.
Στην σελίδα 129 αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η Δήμητρα από τους Πύργους και η Χρυσούλα από τον Βώλακα είναι και οι δύο ντόπιες γυναίκες, περίπου συνομήλικες, που έζησαν τη ζωή τους σε δύο γειτονικά και αποκλειστικά ντόπια χωριά της Μακεδονίας που τήρησαν παρόμοια στάση απέναντι στο ζήτημα της σλαβικότητας και της ελληνικότητας στο πλαίσιο της οικοδόμησης του εθνικού κράτους.»
Και στην επόμενη σελίδα 130:
«..τα ίχνη της σλαβικότητας που χαρακτηρίζει τον ιδιαίτερο πολιτισμό των ντόπιων.»
Δεν μας λέει όμως ότι αυτή η «σλαβικότητα» εισήχθη στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ανατολική Μακεδονία από την Βουλγαρική Εξαρχία.
Δεν μπορώ να μη σχολιάσω τη εισαγωγική πρόταση στην σελίδα 13 γιατί δείχνει την άγνοια του συγγράμματος για τις επιτηρούμενες ζώνες από την Βουλγαρία:
«..η ορεινή περιοχή βορειοανατολικά των Σερρών που εκτείνεται πέρα από το σημερινό ελληνικό σύνορο και μέσα στην βουλγαρική Μακεδονία μέχρι τη Φιλιππούπολη, ήταν τόσο άγνωστη όσο το κέντρο της Αφρικής.Charles B. Eddy (1931:133)»
Προτείνω στην συγγραφέα να μελετήσει το έργο του Γάλλου δημοσιογράφου και συγγραφέα Albert Londres (1884–1932) «Les Comitadjis ou le terrorisme dans les Balkans (1932)» ή σε γερμανική μετάφραση «Terror auf dem Balkan. Phaidon-Verlag, Wien 1932».



Εδώ βρισκόταν για δεκαετίες από το 1893 μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και την επικράτηση του κομμουνισμού στην Βουλγαρία το κέντρο επιτήρησης των ζωών των σλαβόφωνων της Ανατολικής Μακεδονίας.

Θα διαπιστώσει ότι η συγκεκριμένη περιοχή θύμιζε Σικελία στην άνθιση της Μαφίας παρά κέντρο Αφρικής.
Η ορεινή αυτή περιοχή ήταν ένα κράτος εν κράτει για δεκαετίες στη Βουλγαρία που επηρέαζε και το πολιτικό γίγνεσθαι στη Βουλγαρία.



Δυστυχώς δεν είναι καθόλου άγνωστη ούτε η περιοχή ούτε και η δράση της επιτήρησης των ζωών από κει στους σλαβόφωνους γηγενείς Μακεδόνες.

Συμπεράσματα για την τρίτη ενότητα:


 - προτού τις επιτηρούμενες ζώνες που αναφέρει το σύγγραμμα ότι επιβλήθηκαν από το ελληνικό κράτος μετά την οχύρωση και φύλαξη των βορείων συνόρων της Ελλάδας το 1936 υπήρχαν οι επιτηρούμενες ζώνες από το βουλγαρικό κράτος από το 1893 για την (βίαιη) προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.


- ο τίτλος του συγγράμματος «Επιτηρούμενες Ζωές» δεν έχει αναγκαστικά να κάνει με τις επιτηρούμενες ζώνες, αφού η πλειοψηφία των ντόπιων σλαβόφωνων χωριών της Δράμας ήταν εκτός της «..επιτηρούμενη ζώνης που αποτέλεσε ένα αδίστακτο μέτρο παραγωγής διαφοράς, απομόνωσης και ελέγχου πληθυσμών».



4η  Ενότητα: 

η λανθασμένη χρήση του όρων 

όπως «φαντασιακή ομοιογένεια»,  «προσάρτησης της Μακεδονίας», «εξαρχικών χωριών», 

«δημογραφικές εκκαθαρίσεις από τον ελληνικό στρατό»,
 «σλαβοφωνία και εθνικό φρόνημα»



Οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας από τις αρχές του 19ου , δηλαδή το 1821 συμμετέχουν στην επανάσταση του ελληνικού γένους στο οποίο ανήκουν, δηλαδή θεωρούν εαυτούς Ρωμιούς.

Απόδειξη  είναι οι ελληνικές επαναστάσεις στη Μακεδονία.

Η πρώτη επανάσταση ήταν σχεδόν ταυτόχρονη με αυτήν της 25ης Μαρτίου 1821 και ξεκίνησε την 17η Μαΐου 1821 στη Χαλκιδική με πρωτεργάτη τον Μακεδόνα Σερραίο Εμμανουήλ Παππά(1772-1821).

Ακολουθεί η επανάσταση της ηρωικής Νάουσας τον Μάρτιο του 1822 που κατέληξε με το ολοκαύτωμα τον Απρίλιο του 1822, μετά αυτή ακολούθησαν και άλλες επαναστάσεις για ενσωμάτωση με την Ελλάδα όπως αυτές του 1854, του 1878 και του 1896.

Η ελληνική επανάσταση του 1821 δεν ξεκίνησε ως επανάσταση ελληνόφωνων αλλά από τους χριστιανούς ορθόδοξους Ρωμιούς που ανεξαρτήτου ομιλούμενης γλώσσας τους συνέδεε η κοινή ελληνορθόδοξη πίστη, η κοινή παιδεία που είχε βάση την ελληνική γλώσσα  και ο κοινός ελληνικός πολιτισμός.

Δηλαδή υπήρχε μια αναμφισβήτητη ομοιογένεια πολύ πριν την ελληνική επανάσταση του 1821. 

Για την ομοιογένεια αυτή υπεύθυνο είναι το ελληνικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης το οποίο στα 400 χρόνια της υποδούλωσης είναι η κιβωτός του Νώε του ελληνικού πολιτισμού σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Το σύγγραμμα στη σελίδα 16 αγνοεί την ιστορική πορεία αυτής της ομοιογένειας και αναφέρεται σε μια κατασκευασμένη και διαμορφωμένη κατάσταση:
«Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων (της Ανατολικής Μακεδονίας) τους διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με όρους γλωσσικούς, πολιτισμικούς, εθνοτικούς και θρησκευτικούς.»

Ποια είναι όμως η «ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους»;

Ο οριστικός σύγχρονος προσδιορισμός του ποιος είναι Έλληνας θα διατυπωθεί στη Πρώτη Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (20 Δεκεμβρίου 1821-16 Ιανουαρίου 1822) :
«Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν εισίν Έλληνες…..».
Επομένως όλοι οι χριστιανοί ανεξαρτήτου γλώσσας είναι Έλληνες και οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες.
Άλλωστε πολλοί πολεμιστές της ανεξαρτησίας του 1821 δεν γνώριζαν καν την ελληνική γλώσσα.

Επομένως από την σύσταση του νέου ελληνικού κράτους δεν ήταν προϋπόθεση η γλώσσα και το τονίζω γιατί η «ομοιογένεια» της σύγχρονης Ελλάδας ήταν από την αρχή δεδομένη, άρα  δεν «διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με όρους γλωσσικούς..».

Η παιδεία και ο πολιτισμός όπως κατά κόρον έχω πει ήταν σε όλη τη ζώνη επιρροής του ελληνικού πατριαρχείου και στην Ανατολική Μακεδονία ελληνικό και η γλώσσα της παιδείας ήταν παντού η ελληνική, άρα  δεν «διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με όρους.., πολτισμικούς και εθνοτικούς..».
Η ελληνορθόδοξος θρησκεία αυτή και αν δεν ήταν κοινή στους Ρωμιούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άρα  δεν «διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους με όρους, …..θρησκευτικούς..».



Επομένως δεν διέφεραν οι σλαβόφωνοι γηγενείς, ελληνόφωνοι (που τους αγνοεί συστηματικά το σύγγραμμα) και σλαβόφωνοι με την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου κράτους.

Αυτοί που διέφεραν είναι εξαρχικοί Βούλγαροι γηγενείς σλαβόφωνοι, οι οπαδοί της «σλαβικότητας».



Επομένως υπάρχει μια υπαρκτή ομοιογένεια μεταξύ σλαβόφωνων γηγενών Γραικομάνων και ελληνοφώνων Μακεδόνων με το νεοσύστατο κράτος και μια «φαντασιακή ομοιογένεια» των οπαδών της «σλαβικότητας» με τους Σλάβους Βουλγάρους η οποία βασίζεται στην λάθος υπόθεση ότι τα «βουλγαρικά» που μιλούν είναι η σλαβουλγαρική γλώσσα.

Αυτή είναι η σαφής απεικόνιση και καταγραφή της πραγματικότητας στις αρχές και μέσα του 20ου αιώνα για την Ανατολική Μακεδονία.
Η ιδέα της ομοιογένειας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα της «προσάρτησης» και της ενσωμάτωσης.
Για το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων (της Ανατολικής Μακεδονίας) τους δεν διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν υπάρχει θέμα προσάρτησης της Μακεδονίας αλλά απελευθέρωσης από την Βουλγαρική κατοχή και ενσωμάτωσης της Μακεδονίας.
Με λίγα λόγια ο Γραικομανισμός ήθελε την ένωση με την Μακεδονία από τις αρχές του 19ου αιώνα όπως προανέφερα με τις ελληνικές επαναστάσεις, η δε «σλαβικότητα» θέλει την ένωση την Βουλγαρία.

Πάντως αξιοσημείωτη είναι η συνεχής αναφορά του συγγράμματος, συγκεκριμένα αναφέρεται επτά φορές η  έννοια της «προσάρτησης» της Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος, γεγονός που εγείρει ερωτήματα για την μεροληψία του.

Επιπλέον εντύπωση κάνει ότι στο σύγγραμμα δεν υπάρχει η διαφοροποίηση της «σλαβικότητας» των ντόπιων σλαβόφωνων Μακεδόνων από την «σλαβικότητα» των Βουλγάρων κατακτητών, αφού τους θεωρεί «πραγματικούς ή πολιτισμικούς συγγενείς» (σελίδα 236) και για το λόγο αυτό επικεντρώνει την προσοχή των αναγνωστών μονομερώς στο «εξελληνισμό» των σλαβόφωνων γηγενών.
Στο πνεύμα αυτό το σύγγραμμα αναφέρει στις σελίδες 158 και 159:
«Στη Μακεδονία ο θεσμός των πολιτιστικών συλλόγων εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Επομένως, συνδέθηκε χρονικά με τη συγκρότηση του νεότερου ελληνικού κράτους, ενώ προηγήθηκε της προσάρτησης της Μακεδονίας σε αυτό.

 Ουσιαστικά οι σύλλογοι, που δημιουργήθηκαν από ηγεμονικές ελίτ των αστικών κέντρων, εργάστηκαν για την προσάρτηση και αποτέλεσαν έκφραση πρωτοβουλιών του κέντρου στην περιφέρεια.

Στόχευσαν στον εξελληνισμό της περιοχής και την προώθηση εκπαιδευτικών πολιτικών που χαράχτηκαν από τα πάνω.»
Και στη σελίδα 97 (για τον Βώλακα):
«Μπροστά στις κρατικές πολιτικές εξελληνισμού, οι ντόπιοι ως συλλογικότητα είχαν βρεθεί αντιμέτωποι με ένα σοβαρό δίλημμα: 

να εγκαταλείψουν το τραγούδι στη γλώσσα τους ή να βρουν έναν τρόπο συμβιβασμού με την ηγεμονική γλώσσα.»

Όμως ποια είναι η αλήθεια για τον «θεσμό των πολιτιστικών συλλόγων που εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα».

Καταρχήν ο χρονικός προσδιορισμός τον 19ο αιώνα είναι ασαφής. Άλλο στις αρχές, άλλο στα μέσα και άλλο στα τέλη.

Από την στιγμή που δεν αναφέρει ότι προηγήθηκε της εμφάνισης «του θεσμού των πολιτιστικών συλλόγων» η εισαγωγή της «σλαβικότητας» και οι αλλοίωση της ντόπιας παράδοσης και η πλαστογράφηση της ιστορίας της Ανατολικής Μακεδονίας από τους βουλγαρικούς πολιτιστικούς και φιλανθρωπικούς συλλόγους από τις νεοσύστατες βουλγαρικές εκκλησιαστικές κοινότητες στα τέλη του 19ου αιώνα, περιγράφει μονομερώς μια κατάσταση που οδηγεί σε λανθασμένα αποτελέσματα.
Γιατί οι ελληνικοί πολιτιστικοί σύλλογοι εμφανίστηκαν ως αντίδραση στην προσπάθεια εκβουλγαρισμού της Βουλγαρικής Εξαρχία στους γηγενείς σλαβόφωνους και για να ανακόψουν την πλαστογράφηση της πολιτιστικής κληρονομιάς των ντόπιων Μακεδόνων, στην ουσία για να «αναζωπυρώσουν» τον Γραικομανισμό.

Ενδιαφέρον θα είχε αν αντιστρέφαμε την τοποθέτηση του συγγράμματος της σελίδας 16 και αν αντί του ελληνικού κράτους βάζαμε το βουλγαρικό κράτος:

«Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων (της Ανατολικής Μακεδονίας) τους διέφερε από την ηγεμονική πλειοψηφία του νεοσύστατου βουλγαρικού κράτους με όρους γλωσσικούς, πολιτισμικούς, εθνοτικούς και θρησκευτικούς.»  πιστεύω ότι θα αποτύπωνε στο έπακρο την πραγματικότητα της Ανατολικής Μακεδονίας
Γιατί ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο;

Στο σύγγραμμα αναφέρεται πάντα το γλωσσικό ως το αποκλειστικό κριτήριο για αυτήν την ομοιογένεια, θεωρώντας ότι οι σλαβόφωνοι της Δράμας δεν ανήκουν λόγω των «βουλγαρικών» στην «φαντασιακή κοινωνική κοινότητα» (σελίδα 131) που κατά την γνώμη της συγγραφέας «επιβάλλει» το ελληνικό ηγεμονικό κράτος κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.

Οι σλαβόφωνοι οπαδοί της «σλαβικότητας» μετά την ενσωμάτωση της Μακεδονίας  το 1913 κατά το σύγγραμμα στη σελίδα 300:
«Οι ντόπιοι της Μακεδονίας αντιμετωπίστηκαν συλλογικά από τα πάνω σαν εχθροί του κράτους.»
Δηλαδή μετά το 1913 το ελληνικό κράτος, κατά το σύγγραμμα πάντα τους αντιμετωπίζει συλλογικά ως εχθρούς.
Αυτό που αναφέρει το σύγγραμμα ως «συλλογικός αυτοπροσδιορισμός» (σελίδα 269) στην ουσία είναι ο εκβουλγαρισμός,  όρος «άγνωστος» για την συγγραφέα.
Ο «συλλογικός αυτοπροσδιορισμός» είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πραγματική επιτήρηση ζωνών και ζωών που ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα με την παραπλάνηση των σλαβόφωνων Μακεδόνων με το αίτημα για άκουσμα της θείας Λειτουργίας στην γλώσσα τους, δηλαδή τα «βουλγαρικά» με την απόσχιση από το Πατριαρχείο στο οποίο υπαγόταν για 10 αιώνες και μετά με την υλοποίηση της παράλογης πανσλαβικής ιδέας της «Μεγάλης Βουλγαρίας» στην οποία θα υπάγονται Βουλγαρία, Μακεδονία και Θράκη.
Η επιτήρηση των σλαβόφωνων της Μακεδονίας και Θράκης μπήκε στην πιο αποτρόπαια και απάνθρωπη φάση μετά την απόρριψη της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου τον Μάρτη του 1878 που υλοποιούσε την ιδέα της «Μεγάλης Βουλγαρίας» από την συνθήκη του Βερολίνου του Ιουλίου του ιδίου έτους και κατά την οποία Μακεδονία και Θράκη δεν συμπεριλαμβάνονται στα όρια της νέας Βουλγαρίας.
Ο στόχος του «συλλογικού αυτοπροσδιορισμού»-εκβουλγαρισμού όμως επετεύχθη εν μέρει μόνο γιατί στην αλλοίωση αυτή των πάτριων παραδόσεων αντιστάθηκαν οι Γραικομάνοι, δηλαδή οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες πατριαρχικοί όπως ονομάζονται και δεν κατονομάζονται στο σύγγραμμα.
Η χρήση του όρου «προσάρτηση» της Μακεδονίας μετά το 1913 για την Ανατολική Μακεδονία χρησιμοποιείται μόνο από τους οπαδούς της «σλαβικότητας» αφού για τους Γραικομάνους ήρθε η ζητούμενη και απελευθέρωση και ενσωμάτωση.

Επομένως δεν ισχύει ο όρος προσάρτηση για όλους τους γηγενείς σλαβόφωνους Μακεδόνες.

 Η λέξη «προσάρτηση» της Μακεδονίας αναφέρεται στις σελίδες 16, 24, 46, 159, 169 του συγγράμματος με την σημασία μιας  «μονομερούς πράξης ενός κράτους, με την οποία υπάγει στην εδαφική του κυριαρχία εδάφη που διατελούσαν υπό άλλο καθεστώς», ενώ στη σελίδα 16 γράφει:
«….η περιοχή ανάμεσα στον Αξιό και τον Νέστο -και, επομένως, όχι μόνο το υπό διερεύνηση τμήμα, που βρίσκεται ανάμεσα στον Στρυμόνα και τον Νέστο— βίωσε την ιδιαιτερότητα μιας εξάμηνης οιονεί ενσωμάτωσης στη Βουλγαρία.».

Δηλαδή για την συγγραφέα η Μακεδονία «βίωσε μια ενσωμάτωση» με την Βουλγαρία, αλλά «προσαρτήθηκε στο ελληνικό κράτος».

Αυτό είναι μια μεροληπτική και προσωπική εκτίμηση που δεν ταιριάζει σε επιστημονικό σύγγραμμα.

Τίθεται λοιπόν το ερώτημα όταν αναφέρεται το σύγγραμμα στην προσάρτηση της Ανατολικής  Μακεδονίας, ποια κοινωνική ομάδα εκπροσωπεί, σαφώς όχι την συντριπτική πλειοψηφία της που είχε ελληνική συνείδηση.   


Προτού αναφερθώ στη περιοχή της Δράμας θα ήθελα να δούμε την εκπαιδευτική εικόνα που παρουσιάζεται μεταξύ των λεγόμενων εκπαιδευτικών ανταγωνισμών εξαρχίας και πατριαρχείου η οποία αποτυπώνεται σε χάρτη του 1903 με την καταγραφή και απεικόνιση των ελληνικών και βουλγαρικών σχολείων και εκκλησιών στην Μακεδονία. 

Είναι η εικόνα του Γραικομανισμού στην Ανατολική Μακεδονία.


Έτσι βλέποντας τον παραπάνω χάρτη  για την περιοχή Δράμας που έχει εστιάσει την μελέτη της βλέπουμε την κατανομή της πολιτιστικής κατάστασης στην περιοχή.
Στο σύγγραμμα δεν γίνεται φυσικά ο διαχωρισμός μεταξύ των σλαβόφωνων και ελληνόφωνων ντόπιων Μακεδόνων πριν την έλευση των προσφύγων μετά την Μικρασιατική καταστροφή και αφήνεται να σχηματισθεί η εσφαλμένη εντύπωση της «προσάρτησης» το 1913 και του αναγκαστικού «εξελληνισμού» και της επιβολής της «ηγεμονικής ελληνικής γλώσσας». 



Πέρα από το χάρτη που ενδεχομένως μπορεί να αμφισβητήσει κανείς υπάρχουν και οι αριθμοί από επίσημα αρχεία.

Για την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων και συγκεκριμένα για το 1913 αναφέρω την καταγραφή για την Μητρόπολη Δράμας.

Η μητρόπολη Δράμας είχε στις αρχές του 20ου αιώνα 40 χωριά από αυτά τα 17 ήταν σλαβόφωνα.

Για την κατανομή των σλαβόφωνων χωριών της Δράμας υπάρχει η εξής αναφορά του Μητροπολίτη Δράμας Αγαθάγγελου στην σελίδα 139, από το Ημερολόγιο του για το 1913:
"Εκ των βουλγαροφώνων χωρίων εις το Δράνοβο (Μοναστηράκι), Βουβλίτσιον (Πύργοι), Γράτσανι (Αγιοχώρι), Αναστασία, ούτε ένα οπαδόν είχε ποτέ η Εξαρχία, εις δε τα άλλα είχομεν την πλειοψηφίαν (δηλαδή τα 2/3), πλην της Καρλικόβης (Μικρόπολης) και Πλεύνας, ένθα οι Βούλγαροι πλειοψηφούν".
"εκ Πλεύνης χωρίου 2 ώρας απέχοντος εκ Δράμας και έχοντος 200 οικογενείας βουλγαρικάς και 125 ελληνικάς".(σελίδα 17)
Για να αποκτήσει ο αναγνώστης όμως μια ποσοτική εικόνα αναφέρω στοιχεία από τον «Πίνακα των Χριστιανικών πληθυσμών των Βιλαετίων Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης του 1903» της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη για την Μητρόπολη της Δράμας.
Έχουμε σε σύνολο 30.105 κατοίκων
19.275 ελληνοφώνους, 

7.245 σλαβοφώνους πατριαρχικούς και 

3.585 σλαβόφωνους εξαρχικούς.

Οι ελληνόφωνοι και οι σλαβόφωνοι «πατριαρχικοί» ήταν μια ομοιογένεια από το 9ο αιώνα μέχρι σήμερα, όπως προανέφερα ότι δηλαδή «Γραικομανισμός» και ελληνισμός είναι μια ενότητα. 

Η λανθασμένη χρήση του όρου «εξαρχικό χωριό» από το σύγγραμμα.

Στο σύγγραμμα στην σελίδα 134 αναφέρεται :
 “ Πετρούσα, τον πρώην εξαρχικό χωριό της περιοχής Δράμας”.
Στο σημείο αυτό να επαναλάβω ότι ο γράφων κατάγεται από την Πετρούσα και έχει ασχοληθεί με την τοπική ιστορία ενδελεχώς και έχει ιδίαν αντίληψη επί του θέματος.
Η Πετρούσα είχε από την επισημοποίηση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Μακεδονία το 1870 και μέχρι την απελευθέρωσή της το 1913 δύο εκκλησιαστικές ενορίες. Μια πατριαρχική και μια εξαρχική.
Επομένως δεν ήταν «εξαρχική» όπως λανθασμένα αναφέρει η συγγραφέας αλλά και εξαρχική και πατριαρχική. Η μονομερής αναφορά γεννά λάθος συμπεράσματα.

Η αλήθεια είναι ότι για κάποια χρονικά διαστήματα στις αρχές του αιώνα οι εξαρχικοί της Πετρούσας ήταν περισσότεροι από τους πατριαρχικούς, όμως υπήρχαν και οι Γραικομάνοι της Πετρούσας.


Στο σημείο αυτό εμπλέκεται και η τραγική εξομοίωση και η σχέση των εξαρχικών με την «βουλγαρική υπόθεση» και την συνεργασία «σημαντικού αριθμού ντόπιων»  με τους κατακτητές. Στην υποσημείωση σελίδα 113 αναφέρεται η  :



Όπως έχω ήδη επισημάνει, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο Βώλακας και οι Πύργοι προέβαλλαν την ελληνικότητά τους, ενώ, αντίστοιχα, στην Πετρούσα -που είχε πρώιμα ταχθεί με τη βουλγαρική υπόθεση και τη Βουλγαρική Εξαρχία- στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής του 1941-44, σημαντικός αριθμός ντόπιων συντάχθηκαν με τους κατακτητές.“

Η αναφορά είναι ελλιπής γιατί σημαντικός αριθμός Πετρουσιωτών συντάχθηκε πρώτα με τη Βουλγαρική εξαρχία και κατόπιν συντάχθηκαν με τους κατακτητές και στις τρεις βουλγαρικές κατοχές.

Το φαινόμενο ότι η εκκλησιαστική απόσχιση οδηγήθηκε σε εθνική απόσχιση από τον ελληνισμό δεν αφορά μόνο την Πετρούσα αλλά και όλα τα σλαβόφωνα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας που προσχώρησαν στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Η σχέση των οπαδών της «σλαβικότητας» με τη Βουλγαρία είναι γνωστή και η συμμετοχή τους στις κατοχές το ίδιο.
Το ερώτημα όμως που τίθεται στην συγγραφέα για την περίοδο που ανέφερα, δηλαδή την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων είναι ποια είναι η εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της Δράμας.

Που βρίσκεται ο «σλαβικός» πολιτισμός των ντόπιων Μακεδόνων;
Οι ελληνόφωνοι αν δεν είναι ντόπιοι Μακεδόνες τότε κατά την συγγραφέα ποιά εθνικότητα και ποιον πολιτισμό έχουν; 


«Στο πλαίσιο της οικοδόμησης του εθνικού κράτους» πού βρίσκονται οι ελληνόφωνοι οι οποίοι είναι και η πλειοψηφία της Δράμας;

Διαβάζουμε με έκπληξη  στην σελίδα 41:

«Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, οι σλαβόφωνοι γηγενείς  αποτέλεσαν κεντρικό στόχο εκκαθαρίσεων από την πλευρά του ελληνικού στρατού. 
Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις πραγματοποιήθηκαν κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και εστίασαν στο γεωγραφικό τμήμα που απλώνεται δυτικά του Στρυμόνα και μέχρι τον Αξιό. Σφοδρότερη απ’ όλες ήταν η επιχείρηση κατά του Κιλκίς (Embiricos 2011).
 Ανατολικά, έγιναν επίσης εκκαθαρίσεις αλλά αυτές ήταν επιλεκτικές και πιο περιορισμένες. Στόχευσαν σε μικρότερους οικισμούς με κριτήριο πάντα την εξαρχική ή πατριαρχική κλίση και τις εθνικές προεκτάσεις τους.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μπάνιτσας, εξαρχικού χωριού ανάμεσα στην Άνω Ορεινή Σερρών και την Άνω Βροντού, το οποίο στη στροφή του 20ού αιώνα αριθμούσε 840 κατοίκους αποκλειστικά σλαβόφωνους.
  Στο πλαίσιο της ολοκληρωτικής εξάλειψης της διαφοράς, το χωριό αυτό ισοπεδώθηκε από τον ελληνικό στρατό το καλοκαίρι του 1913.
Αντίθετα, η Άνω Ορεινή, που ήταν επίσης εξαρχική, δεν βίωσε την καταστροφή επειδή με πρωτοβουλία μέρους του πληθυσμού της κινήθηκε συστηματικά και αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση της ελληνικής ενσωμάτωσης. Το γεγονός ότι οι εκκαθαρίσεις ήταν ηπιότερες ανατολικά του Στρυμόνα είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση σημαντικού ποσοστού σλαβόφωνου πληθυσμού στην περιοχή της έρευνας.»

Είναι πέρα για πέρα λανθασμένη η περιγραφή αυτή από ένα σύγγραμμα που επιδιώκει να διαφωτίσει την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας.

Προτού προχωρήσω στην ανάλυση των «εκκαθαρίσεων» για την Ανατολική Μακεδονία κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους θεωρώ πολύ σημαντικό να αναφερθώ στην κατάσταση που διαμορφώθηκε από το Βουλγαρικό κράτος στην περιοχή.


Όπως προανέφερα η Ανατολική Μακεδονία ήταν χωρισμένη σε επιτηρούμενες ζώνες από τη Βουλγαρία από το 1893 στις οποίες υπήρχαν πολλές ένοπλες κομιτατζήδικες τσέτες μέχρι το ξέσπασμα του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Οι δραστηριότητες τους μετά το 1908 δηλαδή την επικράτηση των Νεοτούρκων ατόνησαν μεν, αλλά υπήρχαν.

Δραστηριοποιήθηκαν και εντάχθηκαν σαν τμήμα του τακτικού Βουλγαρικού και συγκεκριμένα στο Σώμα Εθελοντών Μακεδονίας και Αδριανούπολης.
Το Βουλγαρικό Σώμα Εθελοντών Μακεδονίας και Αδριανούπολης (Македоно-одринското опълчение -Makedonien-Adrianopel-Freiwilligen-Korps) ήταν κομμάτι του τακτικού βουλγαρικού στρατού και ιδρύθηκε στις 23.09.1912 στη Σόφια.

Σε αυτό το Σώμα του βουλγαρικού στρατού το οποίο ήταν υπό τον έλεγχο του Τσάρου Φερδινάνδου, μπορούσαν να ενταχθούν οι "Βούλγαροι" της Μακεδονίας και Θράκης για τον επικείμενο Βαλκανικό Πόλεμο.
Η συνολική δύναμη του Σώματος Εθελοντών Μακεδονίας και Αδριανούπολης ήταν 14.670, συντριπτική πλειοψηφία ήταν σλαβόφωνοι γηγενείς Μακεδόνες (14.139),  είχε και 3 (τρεις) Έλληνες Εθελοντές!
Τον κορμό όμως του νέου Σώματος αποτελούσαν 50 υφιστάμενες κομιτατζίδικες τσέτες της Μακεδονίας συνολικής δύναμης 1.083 της VMORO δηλαδή του βουλγαρικού κομιτάτου.
Σε αυτό το βασιλικό βουλγάρικο Σώμα εθελοντών λοιπόν υπάρχουν καταγεγραμμένοι  6 εθελοντές από την Κάτω (Долно Фращани) και 7 εθελοντές από την  Άνω Ορεινή (Горно Фращани).



Η πραγματικότητα είναι ότι με την αποδοχή της βουλγάρικης εξαρχίας οι γηγενείς σλαβόφωνοι κάτοικοι της Κάτω (Долно Фращани) και της Άνω Ορεινής (Горно Фращани) χωρίστηκαν στην αρχή σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς και μετά σε Έλληνες και Βουλγάρους (σελίδα 295) και τα δύο χωριά είχαν και ελληνικά και βουλγαρικά σχολεία.

Επομένως δεν ήταν όπως η Πετρούσα «εξαρχική» αλλά συνυπήρχαν και στα δύο χωριά Άνω και Κάτω Ορεινή οι δύο εκκλησιαστικές κοινότητες.

Η «κάτω Ορεινή-Μπάνιτσα» είχε μεγαλύτερο ποσοστό των εξαρχικών από ότι η Άνω.

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Κάτω αριθμούσε 780 κατοίκους και η Άνω Ορεινή 545 κατοίκους. Η εικόνα που δίδεται από το σύγγραμμα ότι ο ελληνικός στρατός «ισοπέδωσε» την Κάτω Ορεινή, αλλά δεν αναφέρει ότι πριν μέρες από την είσοδο του ελληνικού στρατού οι Κάτοικοι της Κάτω Ορεινής εγκατέλειψαν το χωριό, της Άνω όμως όχι, παρόλου που ήταν «επίσης εξαρχική».


Στο σύγγραμμα η Άνω Ορεινή χαρακτηρίζεται «επίσης εξαρχική» αλλά η εξήγηση που δίνει για το γιατί ενώ η «κάτω Ορεινή-Μπάνιτσα» «στο πλαίσιο της ολοκληρωτικής εξάλειψης της διαφοράς… ισοπεδώθηκε από τον ελληνικό στρατό το καλοκαίρι του 1913»

η Άνω Ορεινή «επίσης εξαρχική» δεν ισοπεδώθηκε γιατί:
 «δεν βίωσε την καταστροφή επειδή με πρωτοβουλία μέρους του πληθυσμού της κινήθηκε συστηματικά και αποτελεσματικά προς την κατεύθυνση της ελληνικής ενσωμάτωσης» μόνο θυμηδία προκαλεί και φανερώνει το επιφανειακό των επιχειρημάτων της και την άγνοια της τοπικής ιστορίας. 
Μήπως αυτό το «μέρους του πληθυσμού» ήταν Γραικομάνοι και όχι οπαδοί της «σλαβικότητας»;


Υπάρχει κάτι βέβαια που δεν το αναφέρει πουθενά η συγγραφέας, την καταστροφή και την ισοπέδωση της πόλης των Σερρών από τον βουλγαρικό στρατό που έγινε λίγες μέρες μετά από την ισοπέδωση την Κάτω Ορεινής.

Εδώ όμως υπήρχαν και πολλά ανθρώπινα θύματα.



Αυτές της «εκκαθαρίσεις» του βουλγαρικού στρατού ενάντια στους γηγενείς ντόπιους Μακεδόνες φαίνεται όμως να μη απασχολεί το σύγγραμμα.


Μήπως αυτοί που υποτίθεται υπέστησαν «θύματα» «εκκαθαρίσεων από την πλευρά του ελληνικού στρατού» στην Κάτω Ορεινή ήταν μεταξύ αυτών που έκαναν εκκαθαρίσεις άλλων σλαβόφωνων γηγενών που είχαν ελληνική συνείδηση στις Σέρρες και αναφέρομαι στο Βουλγαρικό Σώμα Εθελοντών;
Ιδού πως περιγράφει την καταστροφή ο Ιταλός δημοσιογράφος Ρομπέρτο Λάργκο στην ανταπόκρισή του, που δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουλίου 1913 στη μεγάλη ιταλική εφημερίδα Κοριέρε ντέλα Σέρα:

«Οι στρατιώται και αξιωματικοί επεδόθησαν εις πράξεις ανηκούστου βαρβαρότητας. Εισήρχοντο βιαίως εις τας οικίας και διέτρεχον απειλητικοί τας οδούς. Τους μεν εβασάνιζαν, τους δε γέροντας και ασθενείς έδερον και μετέδιδον το πυρ εις όλα τα καταστήματα και εις τα μέγαρα. 

Επετέθησαν και κατά του ελληνικού νοσοκομείου και έρριξαν εκτός αυτού τους ασθενείς εις τινα κήπον. 

Έπειτα επυρπόλησαν το φιλανθρωπικόν τούτο καθίδρυμα. 

Οι βούλγαροι διέτρεχον τας οδούς φέροντες μεθ’ εαυτών δοχεία βενζίνης και πετρελαίου, βρέχοντες δε τας οδούς και ραντίζοντες τας οικίας έθετον ακολούθως πύρ. 
Αυτός ο αρχηγός της Χωροφυλακής εθεάθη περιφερόμενος ανά την πόλιν και μεταδίδων το πυρ. Αι Σέρραι ήταν πλουσία πόλις, έχουσα 30.000 κατοίκους.
 Τώρα είναι σωρός ερειπίων.»


Το αν αυτοί οι σλαβόφωνοι γηγενείς εθελοντές της Κάτω και Άνω Ορεινής συμμετείχαν στην καταστροφή των Σερρών ως τμήματα του βασιλικού βουλγαρικού στρατού μένει να ερευνηθεί.
Η μονομερής αναφορά του συγγράμματος στις «εκκαθαρίσεων από την πλευρά του ελληνικού στρατού» στους γηγενείς Μακεδόνεςθεωρώ ότι είναι εκτός από προκλητική και παραπλαντητική αλλά και θέτει σε αμφισβήτηση την σοβαρότητα της μελέτης και της επιστημονικότητας.
Πουθενά στο σύγγραμμα δεν διαβάζουμε για τις συστηματικές εκκαθαρίσεις των σλαβόφωνων γηγενών και ελληνόφωνων ντόπιων Μακεδόνων της Ανατολικής Μακεδονίας στις τρεις βουλγαρικές κατοχές (1912-1913, 1916-1916, 1941-1945). 

Οι εκκαθαρίσεις πήραν την διάσταση της γενοκτονίας και είναι καταγεγραμμένες σε διεθνείς Οργανισμούς, πιθανόν να τις αγνοεί η συγγραφέας ή θέλει να τα αποσιωπήσει που και στις δύο περιπτώσεις γεννά σοβαρά ερωτήματα για την αρτιότητα της μελέτης.

Οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι της Δράμας πλήρωσαν πολύ ακριβά την αγάπη και την προσήλωση στον ελληνισμό, ως «Όμηροι» στις δύο κατοχές του μεσοπολέμου και ως «Ντουρντουβάκια» στην τρίτη βουλγαρική κατοχή, την περίοδο του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.


Στο σύγγραμμα σελίδα 116 αναφέρεται με έναν εκνευριστικά απαλλακτικό ύφος για την απάνθρωπη μεταχείριση των σλαβόφωνων Μακεδόνων από τους Σλάβους-Βούλγαρους κατακτητές:

«Ο ελληνόφρων πατέρας της δολοφονήθηκε από τους «Βούλγαρους» κατακτητές.

Τέλος, ο αδελφός της, μαζί με άλλα ένδεκα άτομα, μεταφέρθηκε σαν ντουρντουβάκι στη Βουλγαρία όπου κρατήθηκε επί οκτώ μήνες

Μάλιστα, η συγκεκριμένη περίπτωση ομηρείας αποτυπώνεται σε ένα ακόμα τραγούδι των Πύργων που επινοήθηκε από τους ίδιους τους ομήρους.»


Δεν θα σχολιάσω την απαράδεκτη αυτή και κατάπτυστη παράγραφο αλλά αντ’ αυτού θα την παρομοιάσω με μια αντίστοιχη κατάσταση από την Χιτλερική Γερμανία. 

Είναι σαν να γράφει η κυρία Λεπίδου ¨.. οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου και κρατήθηκαν για μερικούς μήνες¨.



Σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Βουλγαρίας πήγαν 70 χιλιάδες ντόπιοι Μακεδόνες της Ανατολικής Μακεδονίας στην πρώτη και δεύτερη σλαβική-βουλγαρική κατοχή και γύρισαν μόνο 15.000 ντόπιοι Μακεδόνες (σλαβόφωνοι και ελληνόφωνοι) και δεκάδες χιλιάδες Ντουρντουβάκια στην τρίτη κατοχή όπου η συστηματική εξόντωση του ντόπιου και προσφυγικού πληθυσμού της Ανατολικής Μακεδονίας αγγίζει τα όρια της γενοκτονίας.
Ο χαρακτηρισμός «ο ελληνόφρων πατέρας της» είναι η μετάφραση του Γραικομάνου τον οποίον αποφεύγει η συγγραφέας.


Είναι μεγάλη ασέβεια της συγγραφέας στους χιλιάδες γηγενείς σλαβόφωνους Μακεδόνες που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Βουλγαρίας, θαμμένοι σε εχθρικά χώματα να θεωρεί ότι απλά «κρατήθηκαν για μήνες».
Αυτό που πρέπει να χαρακτηρίζει ένα επιστημονικό σύγγραμμα είναι η αμεροληψία και ακριβής καταγραφή πέρα από συναισθηματισμούς και συμπάθειες.
Η εικόνα που δίδεται στο θέμα αυτό είναι πέρα για πέρα παραπλανητική.
Και όχι μόνο αυτό αλλά δικαιολογεί την συμπεριφορά των οπαδών της «σλαβικότητας» στο να συνταχθούν με τους Βούλγαρους κατακτητές.

Στην σελίδα 298 αναφέρεται:



«Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη βουλγαρική κατοχή, η απόφαση ορισμένων σλαβόφωνων ντόπιων της Ανατολικής Μακεδονίας να βουλγαρογραφτούν συνδεόταν με το ότι, στις τρεις περίπου δεκαετίες που μεσολάβησαν από το 1913 μέχρι το 1941, αυτοί δεν είχαν λάβει τελειωτικές αποφάσεις σχετικά με την εθνική τους ένταξη.
Εναλλακτικά συνδεόταν με την αδικία, την προκατάληψη, την περιθωριοποίηση και την έντονη καταπίεση που είχε ασκηθεί από την πλευρά του κράτους προς όσους από αυτούς επέλεξαν να παραμείνουν στην Ελλάδα.»
Νομίζω δεν χρειάζεται να υπογραμμίσω την μεροληπτική και μονόπλευρη παρουσίαση της πραγματικότητας από το σύγγραμμα.
Συμπεράσματα για την τέταρτη ενότητα:


 - η αναφορά του συγγράμματος στην «προσάρτηση» της Ανατολικής Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος είναι παραπλανητική και στηρίζεται σε λάθος στοιχεία  


- η μεροληπτική καταγραφή των «εκκαθαρίσεων» των γηγενών Μακεδόνων από το ελληνικό στρατό είναι προκλητική, όταν δεν αναφέρονται οι αντίστοιχες  «εκκαθαρίσεις» από τον βουλγαρικό στρατό στο διάστημα της «ενσωμάτωσης» (σελίδα 16) της Ανατολικής Μακεδονίας από τη Βουλγαρία άγγιζαν τα όρια της γενοκτονίας  και έτσι καθιστά το σύγγραμμα αναξιόπιστο.


5η Ενότητα:

οι χοροί χωρίς λόγια, το σφάξιμο της γκάιντας

και το «σφάξιμο» του Διόνυσου

 στα ντόπια χωριά της Δράμας 


Στην ενότητα αυτή θα προσπαθήσω να καλύψω το τελευταίο ιστορικό κομμάτι από την απελευθέρωση της Μακεδονίας μέχρι σήμερα.
Στις παραπάνω ενότητες προσπάθησα να περιγράψω τη διαφορά της «σλαβικότητας» από την σλαβοφωνία.
Θα επαναλάβω για τελευταία φορά την επισήμανση του Parlichev

«Ο ελληνισμός αιώνες ήταν ριζωμένος στην Αχρίδα».

Στο σύγγραμμα αναφέρονται ότι η διαφορετικότητα, η υποκειμενικότητα όλων των σλαβόφωνων ήρθε με την «προσάρτηση της Μακεδονίας».

Στην προηγούμενες ενότητες περιέγραψα ότι οι οπαδοί της «σλαβικότητας» προσχώρησαν στα ένοπλα κομιτατζήδικα τμήματα της VMORO από το 1893 και αργότερα εθελοντές του τακτικού βουλγαρικού στρατού στα Σώματα Εθελοντών Μακεδονίας και Αδριανούπολης το 1912.
Από την άλλη πολλοί είναι οι σλαβόφωνοι γηγενείς Μακεδόνες, οι Γραικομάνοι οι οποίοι πολέμησαν στα ανταρτικά ένοπλα σώματα στο Μακεδονικό αγώνα (1904-1908) και υπηρέτησαν ως απλοί οπλίτες και αξιωματικοί στον ελληνικό στρατό στην διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων του 1912 και μετέπειτα.
Η θέση του συγγράμματος είναι ότι: 

«Οι ντόπιοι της Μακεδονίας αντιμετωπίστηκαν συλλογικά από τα πάνω σαν εχθροί του κράτους.» (σελίδα 300).

Ακριβώς το αντίθετο ισχύει,

οι οπαδοί της  «σλαβικότητας» έβλεπαν το ελληνικό κράτος ως εχθρό.

Είναι πολύ σημαντική η διαφορά και ένα σύγγραμμα με επιστημονικό υπόβαθρο πρέπει να οριοθετεί και να περιγράφει τα ιστορικά δεδομένα όπως πραγματικά έγιναν και όχι όπως θα ήθελε να ήταν.
Θα αναφέρω ορισμένα αποσπάσματα του συγγράμματος που περιγράφουν την εχθρότητα του ελληνικού κράτους απέναντι στους σλαβόφωνους.
Στην σελίδα 21:
«Αυτό που πρέπει από την αρχή να υπογραμμιστεί είναι ότι οι σλαβόφωνοι ντόπιοι της Μακεδονίας, που ακόμα και μετά τις ανταλλαγές πληθυσμών εξακολουθούσαν να αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της, κρίθηκαν από το κράτος ως απειλητικοί για την ομοιογένεια της περιοχής

Η συγγραφέας αναφέρεται πάλι γενικά στους ντόπιους της Μακεδονίας, η μελέτη της αφορά όμως την Ανατολική Μακεδονία.

Ειδικά για την Δράμα ανέφερα την ακριβή σύσταση του πληθυσμού και εξήγησα ότι η πλειοψηφία ελληνόφωνων και σλαβόφωνων Γραικομάνων είχαν ελληνική συνείδηση και επομένως δεν ήταν «απειλητικοί για την ομοιογένεια της περιοχής.».

Απειλητικοί για την ομοιογένεια της περιοχής ήταν μόνο οι οπαδοί της «σλαβικότητας».
Ποια είναι η ακτινογραφία της ανθρωπογεωγραφίας μετά την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας το 1913;

Όπως προανέφερα στην  προηγούμενη ενότητα στη Δράμα το ποσοστό των ελληνόφωνων και γραικομάνων ανέρχεται στο 90% του συνολικού χριστιανικού πληθυσμού που αποτελούσε την «ομοιογένεια της περιοχής».

Επομένως ποιοι σλαβόφωνοι κρίθηκαν «απειλητικοί για την ομοιογένεια της περιοχής»;

Οι οπαδοί της «σλαβικότητας» συντάχθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα με τη Βουλγαρική εξαρχία και μετά μετουσιώθηκαν σε Βούλγαρους Μακεδόνες (σελίδα 295) και επομένως θεωρούσαν την απελευθέρωση της Δράμας εν προκειμένω «προσάρτηση» και το ελληνικό κράτος εχθρικό.
Επομένως με την ενσωμάτωση της Ανατολικής Μακεδονίας το ελληνικό κράτος είχε αυτομάτως εχθρούς, αρκετοί μάλιστα εκ των οποίων ήταν και ένοπλοι.



Η ελληνική γλώσσα και ο ελληνικός πολιτισμός υπήρχε στην Ανατολική Μακεδονία αδιάλειπτα για χιλιετηρίδες και δεν ήρθε με την απελευθέρωση του 1913.

Οι οπαδοί της «σλαβικότητας» προέταξαν την «βουλγαρική» γλώσσα που θεωρούσαν ως μητρική  ως ασπίδα προστασίας στον «βίαιο εξελληνισμό που υπέστησαν».
Για το ελληνικό κράτος ήταν μια κατάσταση και μια πρόκληση που έπρεπε να λύσει και φυσικά όπως πάντα βρίσκει λανθασμένες τακτικές.
Θα συμφωνήσω με την συγγραφέα ότι υπήρχαν μέτρα απαγόρευσης της «βουλγαρικής γλώσσας» στην Ανατολική Μακεδονία και ειδικά στη Δράμα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και όχι αμέσως με την απελευθέρωση, όταν η αντίδραση των οπαδών της «σλαβικότητας» εντάθηκε με διεκδικήσεις υποστηριζόμενη από την Βουλγαρία.

Η Βουλγαρία διεκδικούσε του σλαβόφωνους Μακεδόνες ως Βουλγάρους και προέκυψε θέμα βουλγαρικής μειονότητας.

Να υπενθυμίζω το τραγικό λάθος της τότε κυβέρνηση, της έκδοσης δηλαδή του βουλγαρικού αναγνωστικού Abecedar το 1925 ως αναγνώριση της «βουλγαρικής» γλώσσας ως της γλώσσας που μιλούν οι σλαβόφωνοι της Μακεδονίας και έτσι την defacto αναγνώριση μιας βουλγαρικής μειονότητας στη Μακεδονία.

Σαφώς υπήρξε απαγόρευση της «βουλγαρικής γλώσσας» την περίοδο του μεσοπολέμου από τον Μεταξά, για μικρό χρονικό διάστημα μέχρι την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου.

Ακολούθησε η τρίτη βουλγαρική κατοχή όπου υπήρχε απαγόρευση της ελληνικής γλώσσας και την αναγκαστική σλαβοποίηση των ονοματεπωνύμων όλων των σλαβόφωνων Μακεδόνων.

Μετά τον εμφύλιο η αλήθεια είναι ότι επικράτησε ένα καθεστώς όπου οι οπαδοί της «σλαβικότητας»  ήταν όντως υπό επιτήρηση και σε πάρα πολλούς στήθηκαν εμπόδια στην επαγγελματική τους καριέρα.
Κατά την περίοδο της βουλγαρικής επιτήρησης ζωών από το 1893 μέχρι την απελευθέρωση το 1913 και στις επόμενες βουλγαρικές κατοχές είχαμε χιλιάδες νεκρούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Βουλγαρία και στην κατεχόμενη Ανατολική Μακεδονία.
Αυτό είχε αντίκτυπο στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής με αποτέλεσμα ότι είναι βουλγαρικό να συνδέεται με μίσος, αντιπάθεια και να υφίσταται μέχρι τις ημέρες μας ένα εκδικητικό κλίμα, γιατί οι μνήμες είναι ακόμη νωπές. 



Θεωρώ ότι πρέπει να ξεχωρίζουμε πως αντέδρασε το ελληνικό κράτος επίσημα απέναντι στην Βουλγαρική διεκδίκηση  των σλαβόφωνων Μακεδόνων ως Βουλγάρους, κάτι που ισχύει μέχρι σήμερα και πως αντέδρασαν τοπικοί φορείς και μεμονωμένα άτομα στην περιοχή μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο.

Θα σταθώ στο εντυπωσιακό «σφάξιμο της γκάιντας» που αναφέρει με πομπώδες ύφος το σύγγραμμα.

Θεωρώ ήταν μια μεμονωμένη πράξη άγνωστη στους μελετητές του μακεδονικού ζητήματος στη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας. 

Έτσι στην σελίδα 181 αναφέρεται:


« Ο λόγος των ντόπιων συχνά αναφέρεται σε περιστατικά κατά τα οποία χωροφύλακες εισέβαλαν στα σπίτια τους τη νύχτα και «έσφαζαν» τις γκάιντες τους. Έτσι, η γκάιντα, σαν μεταφορά του ζωικού -αλλά παράλληλα και ανθρώπινου σώματος, χρησιμοποιείται από τους ντόπιους για την περιγραφή της πραγματικής και συμβολικής βίας που τους ασκήθηκε κάτω από το καθεστώς επιτήρησης.
Οι λόγοι για τους οποίους, παρ’ όλα τα μέτρα, η γκάιντα και η λύρα δεν εξαφανίστηκαν ολοκληρωτικά είναι, πρώτον, η επιμονή συγκεκριμένων οργανοπαιχτών να χρησιμοποιούν αυτά τα όργανα και, δεύτερον, η σημασία που είχε η έννοια της πολιτισμικής οικειότητας για τους εθνοτικά στιγματισμένους ντόπιους.»

Ένα σύγγραμμα που φιλοδοξεί να περιγράφει με σαφήνεια την τοπική ιστορία θεωρώ ότι θα έπρεπε να αναφέρει γεγονότα με χρονική και τοπική αναφορά, δηλαδή πότε έγινε, σε ποια χωριά και ποια χρονολογία.
Αυτό που υπήρχε στην περιοχή της Δράμας και ήταν αρκετά διαδεδομένο και που δεν αναφέρετε στο σύγγραμμα ήταν οι χρηματικές ποινές, οι παραδειγματικές φυλακίσεις ακόμη και ηλικιωμένων και οι εξευτελιστικές και απάνθρωπες πράξεις, απαξιώσεις των οπαδών του σλαβισμού από τους χωροφύλακες και από ορισμένους σλαβόφωνους που δεινοπάθησαν ή έχασαν προσφιλή κατά την πρώτη και δεύτερη βουλγαρική κατοχή στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων της Βουλγαρίας.
Κάτι που αγνοεί η συγγραφέας είναι ότι την αρχή της περιόδου αυτή της επιτήρησης πως την ορίζει το σύγγραμμα δηλαδή στο διάστημα του μεσοπολέμου, προτού 80χρόνια, το ελληνικό κράτος παρασημοφόρησε χιλιάδες σλαβόφωνους Μακεδονομάχους με Μετάλλια του Μακεδονικού Αγώνα και με τίτλους που φέρουν την υπογραφή του Ι. Μεταξά.
Αμέτρητοι είναι οι σλαβόφωνοι γηγενείς Γραικομάνοι ήρωες οι οποίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν σε όλους τους πολέμους για απελευθέρωση της Ελλάδας και  ειδικά στο Μακεδονικό Αγώνα.

Έτσι στη περίοδο της επιτήρησης  έγινε σε χωριά της Δράμας, για παράδειγμα στην «εξαρχική» Πετρούσα ξεχωριστή διανομή 120 αγροτεμαχίων στους σλαβόφωνους Μακεδονομάχους.

Επομένως η γενίκευση που επιχειρεί το σύγγραμμα στο θέμα αυτό είναι λανθασμένη τόσο στην ουσία όσο στην έκταση των κατασταλτικών μέσων για την Ανατολική Μακεδονία.
Το σύγγραμμα αναδεικνύει μια μεμονωμένη πράξη, στο «σφάξιμο της γκάιντας» ως ένα μεγάλο θέμα για να στηλιτεύσει τα κατασταλτικά του ελληνικού κράτους απέναντι στους γηγενείς Μακεδόνες.

Όμως το σύγγραμμα διαπράττει ένα μεγαλύτερο ατόπημα, το «σφάξιμο του Διόνυσου» στην Ανατολική Μακεδονία.

Δηλαδή την αποσιώπηση της σχέσης των ντόπιων γηγενών σλαβόφωνων με την αρχαία ελληνική παράδοση.

Ένα κομβικό σημείο του ντόπιου πολιτισμού είναι τα διονυσιακά δρώμενα της Ανατολικής Μακεδονίας τα οποία δεν αναφέρει καθόλου η συγγραφέας παρόλο που είναι στοιχείο της πολιτιστικής και πολιτισμικής κληρονομιάς και έτσι τα αισθάνονται και τα ζουν τόσο οι σλαβόφωνοι όσο και οι ελληνόφωνοι ντόπιοι Μακεδόνες.
Η συγγραφέας  στην σελίδα 62 για τον Βώλακα  αναφερόμενη σε αυτά τα αρχέγονα διονυσιακά έθιμα του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων γράφει:
«Σήμερα το χωριό φημίζεται για τις «παραδοσιακές» πολιτισμικές πρακτικές του -ιδιαίτερα για τα καρναβάλια του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων-, τις οποίες διατηρεί, αναβιώνει και προβάλλει συστηματικά τόσο σε τοπικό όσο και σε υπερτοπικό επίπεδο.»
Είναι φανερό ότι λείπει η επιστημονική προσέγγιση των δρώμενων αυτών τα οποία δεν ταιριάζουν στην εικόνα της «σλαβικότητας» που θέλει να προωθήσει η συγγραφέας, αφού πρόκειται για αρχέγονα ελληνικά έθιμα τα οποία υπήρχαν για αιώνες πριν την έλευση των πρώτων σλάβων περί τον 7ο αιώνα μ.Χ. 


Το σύγγραμμα δεν μπορεί να τεκμηριώσει ιστορικά-επιστημονικά την ύπαρξή τους και έτσι υποβαθμίζει τα πανάρχαια αυτά δρώμενα των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων, τα «Μπαμπούγερα» το «Μπάμπιντεν» οι «Αράπηδες» κλπ. ως “καρναβάλια του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων”.



Το επιστημονικό πλαίσιο για τις εκδηλώσεις αυτές ένα βαθύτερο θέμα που έχει να κάνει με τις προχριστιανικές ελληνικές παραδόσεις της περιοχής.
Εδώ η συγγραφέας παραπλανάει τον αναγνώστη γιατί στην σελίδα 181 αναφέρει την εξελληνισμένη λέξη «καρναβάλια» το οποίο προέχεται από το λατινικό Carnevale, το οποίο προέρχεται από τις λέξεις Carne(κρέας) και Vale(περνάει) δηλαδή Απο-Κρέω.

Όμως τα δρώμενα αυτά δεν έχουν καμία σχέση με την Αποκριά.



 Έτσι προσπαθεί να εξηγήσει με έναν νεφελώδη τρόπο την ύπαρξη των δρώμενων αυτών:
«Όμως, πέρα από αυτό, συνδέεται και με το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της εδραίωσης του ελληνικού εθνικού κράτους, η αντι-ηγεμονική διάσταση των δρωμένων της Αποκριάς και του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και η δυνατότητα υπέρβασης του φόβου που αυτή προσφέρει (Bakhtin 2009) συνέβαλαν αποφασιστικά στις διαδικασίες διαμόρφωσης της υποκειμενικότητας των ντόπιων κάτω από τις συνθήκες επιτήρησης

Στην υποσημείωση στην ίδια σελίδα αναφέρει:
«Σε πολλά χωριά ντόπιων τα καρναβάλια δε συνδέονται απαραίτητα με την Αποκριά, αλλά πραγματοποιούνται στο δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και ειδικότερα στην εορτή των Θεοφανείων.» (Σελ.181).
Όπως ανάφερα η ετυμολογία της λέξης Carnevale συνδέεται με την Αποκριά, επομένως τα «τα καρναβάλια χωριά των ντόπιων (που) δε συνδέονται απαραίτητα με την Αποκριά» δεν θα έπρεπε να προβληματίσει επιστημονικά την συγγραφέα;
Σε αυτό το πνεύμα ο αναγνώστης και ο μελετητής του επιστημονικού συγγράμματος της κ. Ρόμπου-Λεβίδου καλείται να μαντέψει τι είναι τελικά αυτά τα «καρναβάλια» που στα ντόπια χωριά της Δράμας διαδραματίζονται τα ΟΛΑ Θεοφάνια σε μια μη αποκριάτικη περίοδο.


Η εξήγηση περί της «αντι-ηγεμονικής διάστασης των δρώμενων της Αποκριάς» δεν ικανοποιεί γιατί στα ίδια ντόπια χωριά υπάρχουν και τα διονυσιακά δρώμενα που γίνονται το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων και έχουν να κάνουν με την αρχαία ελληνική παράδοση και τα «καρναβάλια»  «των δρώμενων της Αποκριάς».



Αν η παράλειψη αυτή της αναφοράς στα διονυσιακά δρώμενα δεν είναι άγνοια της συγγραφέας τότε σαφώς είναι παραποίηση της ιστορίας του τόπου και ένα ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία και αμφισβήτηση και βάλει κατά της επιστημονικότητας του συγγράμματος.
Για τα έθιμα αυτά έχουν γραφεί διατριβές και μελέτες τις οποίες όφειλε η συγγραφέας να γνωρίζει, άλλωστε αναφέρονται και στην βιβλιογραφία της.
Αυτή η ¨παράλειψη¨ γίνεται γιατί μέσα από τα έθιμα αυτά φαίνεται η συνέχεια της ελληνικότητας της περιοχής και δεν είναι στοιχείο:


«..της σλαβικότητας που χαρακτηρίζει τον ιδιαίτερο πολιτισμό των ντόπιων.» (σελίδα 130)



Σε όλο το σύγγραμμα δεν υπάρχει η αναφορά στο όνομα του Διονύσου όταν είναι τοις πάσι γνωστό ότι η περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας ήταν η κατ’ εξοχή περιοχή της αρχαίας Ελλάδας που οι κάτοικοι της λάτρευαν τον Διόνυσο και γι’ αυτό υπάρχουν αναρίθμητα αρχαιολογικά τεκμήρια.

Θέλω μόνο επιγραμματικά να αναφέρω ότι  το πρόβλημα με την διαχείριση της αρχαίας ιστορίας και παράδοσης  ξεκίνησε στη περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας περί το 1860 όταν ο βασικός υπεύθυνος για την νέα «σλαβικότητα» στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας Stefan Verković (αναφέρθηκα στην πρώτη ενότητα για την δράση του) δημοσίευσε στο δεύτερο πανσλαβικό συνέδριο το έργο του Σερραίου ελληνοδιδασκάλου Γκολγκάνωφ,  την περιβόητη VEDA SLOVENA, μια συλλογή από ντόπια τραγούδια και ωδές της Ανατολικής Μακεδονίας που έχουν αναφορά στον Ορφέα, στο Μέγα Αλέξανδρο και στο Φίλιππο Β’.

Θα αναφερθώ στο ιστορικό πλαίσιο εν συντομία γιατί αφορά την λαογραφία, σωματικότητα και την μουσικότητα της Ανατολικής Μακεδονίας.

Ο Verković ήταν όπως προανέφερα  ο αποκλειστικά υπεύθυνος για τον εκβουλγαρισμό της περιοχής. Προς τις οθωμανικές αρχές δηλώνει Αρχαιολόγος.

Ο πραγματικός του στόχος ήταν μέσω δήθεν της συλλογής αρχαίων νομισμάτων, αρχαίων αντικειμένων και προπάντων τραγουδιών, να έρθει σε επαφή με τους σλαβόφωνους Μακεδόνες τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ως πολλαπλασιαστές της πανσλαβικής ιδέας.
Ο Verkovic αναζητά και βρίσκει σε πρώτη φάση ελληνοδιδασκάλους, όπως τον Ivan Gologanov (1839-1895) από το Ταρλίς, το σημερινό Βαθύτοπο Δράμας.

Ο  ¨Δραμινός¨, αφού ο Βαθύτοπος σήμερα ανήκει στο Νομό Δράμας, Ιωάννης Οικονόμου όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Gologanov πριν το βουλγαροποιήσει ήταν ανεψιός του Θεοδοσίου Gologanov ηγουμένου της Μονής Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες.

Ο Gologanov αρκετά επιμελής συγκεντρώνει τραγούδια και ωδές και μύθους από τα σλαβόφωνα χωριά της Ανατολικής Μακεδονίας τα οποία εκδίδονται σε δύο τόμους με τον τίτλο VEDA SLOVENA και έχουν συνολικά 23.809 στίχους.


Μέσα σε αυτά περιέχονται μεταξύ άλλων και αναφορές στον Ορφέα, στον βασιλιά Φίλιππο της Μακεδονίας και στον Μέγα Αλέξανδρο.



Στο σύγγραμμα της η Miglena HristozovaVeda Slovena. Zwischen Mythos und Geschichte. Zur Problematik von Identitätsdiskursen auf den Balkan‘ (ελεύθερη μετάφραση: Veda Slovena, μεταξύ Μύθου και Ιστορίας. Στο πρόβλημα της αναζήτησης (εθνικής) ταυτότητας στα Βαλκάνια) σελίδα 18:

«Ο Verkovic παρουσίασε το 1867 στη Διεθνή Εθνολογική Έκθεση ένα πάνω από 2.500 χρονών «παλιό βουλγαρικό τραγούδι για τον Ορφέα». Για την ανακάλυψη του αυτή τιμήθηκε από την Επιτροπή της Έκθεσης με χρυσό μετάλλιο. Το τραγούδι μετά από αυτό μεταφράστηκε στα βουλγαρικά και στα ρωσσικά..»

Το τραγούδι του Ορφέα ήταν από την συλλογή του Gologanov.


Μετά από λίγο καιρό όμως και ειδικά μετά την ολοκλήρωση της Βουλγαρικής Αναγέννησης περί 1878 η VEDA SLOVENA κηρύχθηκε επίσημα νόθο κατασκεύασμα γιατί δεν ταίριαζε με την επίσημη εκδοχή της «σλαβικότητας» όπως την αντιλαμβάνονταν το σύγχρονο βουλγαρικό κράτος και απαξιώθηκε η συλλογή ως κατασκεύασμα των Πομάκων και εν γένει παλιό θρακικό κατάλοιπο ξένο με τη βουλγαρική παράδοση.

Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, πάντα κατά την κυρία Hristova όμως αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για την συλλογή.

Η νέα βουλγαρική διανόηση πιστεύω μέχρι σήμερα δεν κατάφερε να ενσωματώσει πλήρως τις αρχαίες ελληνικές μακεδονικές και θρακικές παραδόσεις στην σύγχρονη πολιτιστική πραγματικότητα της Βουλγαρίας.

Παρόλο που πέρασαν 150 χρόνια η αυθεντικότητα της VEDA SLOVENA είναι ακόμη υπό αμφισβήτηση. 


Τι σχέση έχει με το σύγγραμμα της κυρίας Ρόμπου-Λεβίδου;

Για το σύγγραμμα δεν υπάρχουν  διονυσιακά δρώμενα, αλλά «καρναβάλια».

Όμως τέτοια  διονυσιακά δρώμενα, λαμβάνουν χώρα στην Ανατολική Μακεδονία και στη νότια Βουλγαρία και ότι είναι αρχαία ελληνικά έθιμα που παραπέμπουν στην VEDA SLOVENA του Δραμινού  Ivan Gologanov.

Τελικά  τα «καρναβάλια» έχουν σχέση με την «σλαβικότητα» ή με την ελληνικότητα;
Σχέση Μεγάλου Αλεξάνδρου και Σκοπίων.
Το θέμα διαχείρισης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης των ντόπιων Μακεδόνων και Θρακών βρίσκεται σε ένα στάδιο έρευνας και αμφισβήτησης τόσο στη Βουλγαρία όσο και στα Σκόπια, όχι λόγω της VEDA SLOVENA.

Στα Σκόπια υπάρχουν δύο θεωρίες περί «σλαβικότητας» την στιγμή αυτή.

Η μια απαρχαιωμένη αντίληψη της «σλαβικότητας» που συνδέεται και ταυτίζεται με την έλευση των πρώτων σλάβων στις Σλαβηνίες της Μακεδονίας και η δεύτερη που συνδέεται με τις αρχαίες ελληνικές-μακεδονικές παραδόσεις κατά την απευθείας καταγωγή από τους αρχαίους Μακεδόνες.


Την δεύτερη υποστηρίζει η Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών των Σκοπίων η οποία στη έκδοση του συγγράμματος της «Macedonia and its relations with Greece», Skopje 1993,   της στη σελίδα 11 με τίτλο «The Ancient Macoedonians and their language» υποστηρίζει την συνέχεια της αρχαίας μακεδονικής γλώσσας και του μακεδονικού πολιτισμού στο κράτος των Σκοπίων.
Το σύγγραμμα της κυρίας Ρόμπου-Λεβίδου ταυτίζεται προφανώς με την πρώτη αντίληψη της «σλαβικότητας» για τον λόγο αυτό τα «διονυσιακά δρώμενα» των σλαβόφωνων Μακεδόνων είναι «καρναβάλια».

Και ερχόμαστε στην τελευταία ενότητα να αγγίξουμε ένα από τα σοβαρότερα θέματα του συγγράμματος, για τα τραγούδια χωρίς λόγια, για τα «απαγορευμένα λόγια».
Μετά τον εμφύλιο η αλήθεια είναι ότι επικράτησε ένα καθεστώς όπου οι οπαδοί της «σλαβικότητας»  ήταν όντως υπό επιτήρηση και σε πάρα πολλούς στήθηκαν εμπόδια στην επαγγελματική τους καριέρα και μερικοί εξορίστηκαν στα ξερονήσια του Αιγαίου.
Η ουσιαστική διαφορά της βουλγαρικής επιτήρησης ζωών από το 1893 μέχρι την απελευθέρωση το 1913 και στις επόμενες βουλγαρικές κατοχές από την επιτήρηση του ελληνικού κράτους είναι στη βουλγαρική είχαμε χιλιάδες νεκρούς στα στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Βουλγαρία.

Η επιτήρηση ζωών των σλαβόφωνων γηγενών Μακεδόνων στην Ανατολική Μακεδονία και ειδικά στην Δράμα από τους Βουλγάρους χωρίζεται σε πέντε περιόδους:
1η από το 1850 μέχρι το 1893 από πρωτοπόρους πανσλαβιστές

2η από το 1893 μέχρι το 1912 όπου εκτελεστικό όργανο της επιτήρησης είναι η VMRO

3η από το 1912 έως το 1913 η πρώτη βουλγαρική κατοχή

4η από το 1916 έως το 1918 η δεύτερη βουλγαρική κατοχή
5η από το 1941 έως το 1945 η τρίτη και πιο απάνθρωπη τρίτη βουλγαρική κατοχή.

Στις περιόδους αυτές οι σλαβόφωνοι Γραικομάνοι και οι ελληνόφωνοι της Δράμας θρήνισαν χιλιάδες νεκρούς και χιλιάδες αγνοούμενους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων της Βουλγαρίας.

Κάθε αναφορά σε «βουλγαρικό» αντιμετωπιζόταν με πολύ δισταγμό και πολλές φορές με μίσος ακόμα και των «βουλγαρικών», δηλαδή των ελληνοσλαβικών τοπικών ιδιωμάτων.
Όχι μόνο από τους κρατικούς φορείς αλλά και από τους ίδιους τους σλαβόφωνους γραικομάνους η οποίοι δεν ήθελαν και δεν θέλουν την «σλαβικότητα».
Έτσι υπήρξε και υπάρχει μια λανθασμένη διαχείριση των «βουλγαρικών» τραγουδιών, μόνο των στίχων, όχι της μουσικής.
Στην Ανατολική Μακεδονία ισχύει στο θέμα αυτό μια διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος από ότι στην Δυτική Μακεδονία που δεν βίωσε την βουλγαρική θηριωδία.   
Συγχέονται ακόμη δυστυχώς τα ελληνοσλαβικά τοπικά ιδιώματα με τα «βουλγαρικά».

Θα επαναλάβω για επιβεβαίωση ότι στα «Τετράδια της Δήμητρας από τους Πύργους» στην σελίδα 121 τα τραγούδια χαρακτηρίζονται βουλγάρικα:



«Η δεύτερη (σ.σ. συλλογή τραγουδιών) περιείχε πενήντα πέντε τίτλους τραγουδιών που διατυπώνονταν στη σλαβική γλώσσα και έφερε τον προσδιορισμό «αυτά είναι όλα βουλγάρικα».

Σήμερα ούτε η γλώσσα απαγορεύεται όπως πριν 80 χρόνια περίπου όπου πραγματικά το ελληνικό κράτος πήρε κατασταλτικά μέτρα εναντίον της «βουλγαρικής γλώσσας» ούτε τα τραγούδια απαγορεύονται επίσημα.

Όσο γελοία ήταν τα κατασταλτικά μέτρα για τη γλώσσα άλλο τόσο γελοία είναι και τα επιχειρήματα για απαγόρευση σήμερα των ελληνοσλαβικών ιδιωμάτων.


Το ότι δεν τραγουδιόνται οι σλαβόφωνοι στίχοι δεν είναι θέμα απαγόρευσης του επίσημου κράτους αλλά των ντόπιων φορέων οι οποίοι συνδέουν τα «βουλγαρικά» με τις τραυματικές εμπειρίες της πλειονότητας των σλαβόφωνων και ελληνοφώνων Ελλήνων της Ανατολικής Μακεδονίας  με τις βουλγαρικές κατοχές.

Κατά την γνώμη λάθος, θεωρώ ότι ανέλυσα πιο πάνω ότι τα ελληνοσλαβικά ιδιώματα δεν έχουν σχέση με την βουλγαρική γλώσσα.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα ελληνοσλαβικά τοπικά ιδιώματα είναι κληρονομικό αγαθό-cultural heritage- Kulturerbe  και πρέπει να προστατεύονται από τις επιβουλές τόσο της βουλγαρικής ηγεμονικής όσο και από της σλαβομακεδονικής ηγενονικής γλώσσας.
Μόνο με την ελληνική γλώσσα έχουν τα ελληνοσλαβικά ιδιώματα την δυνατότητα να διασωθούν.


Θεωρώ και πιστεύω ότι πρέπει να επιβάλλεται η απαγγελία των σλαβόφωνων στίχων στα ντόπια τραγούδια στα ελληνοσλαβικά ιδιώματα.

Από την άλλη πλευρά η εισβολή βουλγάρικων και σκοπιάνων τραγουδιών που δεν έχουν σχέση με την ντόπια μακεδονική παράδοση είναι δεδομένη και έχει ως σκοπό την αλλοίωση της ντόπιας παράδοσης και σε πρώτο βαθμό της «γλώσσας».

Εδώ θέλει παρέμβαση και προστασία των τοπικών ιδιωμάτων.

Σήμερα η προτροπή σήμερα «να τραγουδήσουμε στην γλώσσα μας» είναι σωστή, αλλά σε ποια γλώσσα;

Στα «βουλγαρικά», στα σλαβομακεδονικά ή στα ντόπια ελληνοσλαβικά ιδιώματα.
Για τον λόγο αυτό είναι πολύ σημαντικό να οριοθετήσουν και να καταγραφούν από τους πολιτιστικούς φορείς τα ιδιώματα αυτά για να προστατευθούν.
Συμπεράσματα για την πέμπτη ενότητα:



  - τα κατασταλτικά μέτρα και η απαγόρευση της «βουλγαρικής» γλώσσας έγινε προτού περίπου 80 χρόνια, σήμερα δεν υπάρχει ούτε απαγόρευση των τοπικών ιδιωμάτων ούτε η απαγγελία σλαβόφωνων στίχων σε ορισμένα τραγούδια.


- η υποτιθέμενη απαγόρευση στίχων και η ύπαρξη τραγουδιών χωρίς λόγια στην Ανατολική Μακεδονία έχει να κάνει με την λανθασμένη αντίληψη ότι τα τοπικά ιδιώματα είναι «βουλγαρικά» που παραπέμπει στην παρουσία της βουλγαρικής θηριωδίας κατά τις τρεις βουλγαρικές κατοχές του 20ου αιώνα.

- η διαχείριση της αρχαίας διονυσιακής μακεδονικής παράδοσης και γενικά της αρχαίας ελληνικής παρακαταθήκης στην Ανατολική Μακεδονία είναι για το σύγγραμμα ανύπαρκτη.

………………………………………………..



Μαδεμλής Κωνσταντίνος του Νικολάου 



Πτυχ. Φυσικός

Αναλυτής Πληροφοριακών Συστημάτων(Computer System Analyst) 
π.Πρόεδρος Τοπικού Διαμερίσματος Πετρούσας 
π.Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Προσοτσάνης
επ. Αντιπρόεδρος της Εταιρείας Δραμινών Μελετών