11 Νοεμβρίου 2014

Συμβολή στην ιστορία της Δράμας στις αρχές του 13ου αιώνα

Τα Βυζαντινά τείχη της Δράμας

του ΣΩΤΗΡΙΟΥ Κ. ΚΙΣΣΑ 

 Η ιστορία της Δράμας στη μεσαιωνική, αλλά και στη νεότερη περίοδο, είναι, μπορούμε να πούμε, σχεδόν ανεξερεύνητη. 
Δεν υπάρχει ούτε καν μια συστηματική παρουσίαση των λιγοστών, εξάλλου, ιστορικών πηγών 1. 
Στη σύντομη αυτή ανακοίνωση θα παρουσιάσουμε, σχολιάζοντάς την, μία απόφαση του συνοδικού δικαστηρίου της αρχιεπισκοπής Αχρίδας των αρχών του 13ου αιώνα, που συνιστά σημαντική ιστορική πηγή για την πόλη και την περιοχή της.

Το περιεχόμενο του εγγράφου, που είναι δημοσιευμένο εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια, είναι το ακόλουθο: 

Παρουσιάστηκε στο συνοδικό δικαστήριο της αρχιεπισκοπής ο Κωνσταντίνος Πασπαλάς, διάκονος και χαρτοφύλακας της καθολικής εκκλησίας, που ήταν μέσα στο κάστρο της Δράμας και αποκαλούνταν των Ρωμαίων και τρέμοντας από συγκίνηση διηγήθηκε την εξής ιστορία.
 Όταν ανέλαβε τη διοίκηση της περιοχής, είπε ο Πασπαλάς, ο στρατιώτης Γεώργιος Κίνναμος, δεν επέδειξε τις αρετές που άρμοζαν στο αξίωμά του, αλλά τουναντίον ελαττώματα που φανέρωναν κακότροπο και σκαιό χαρακτήρα.

Η πλεονεξία του τον οδήγησε στη δημιουργία ψευδών κατηγοριών εναντίον πολλών Δραμηνών, σε συλλήψεις και στην επιβολή καταβολής χρηματικών δόσεων.

 Στον Πασπαλα ο Κίνναμος δείχθηκε ιδιαίτερα σκληρός, υποβάλλοντάς τον σε διάφορα σωματικά βασανιστήρια. Μια φορά τον κρέμασε με το κεφάλι κάτω από ένα δέντρο και τον μαστίγωσε σκληρά. Μία άλλη του εφάρμοσε επικίνδυνη χειρολαβή, στρίβοντάς του τα χέρια πίσω από την πλάτη του. 

Η λαβή ήταν φοβερή και του άφησε σωματική αναπηρία. Το αριστερό του χέρι έμεινε «ανενέργητον», εξαιτίας της κάκωσης των νεύρων. 
Αυτή, η ιδιαίτερα σκληρή συμπεριφορά, οφείλονταν στον ακόλουθο συγκεκριμένο λόγο. 
Ο Πασπαλάς είχε ένα μεγάλο, γερό και καρποφόρο αμπέλι. 
Ο Κίνναμος το είχε βάλει στο μάτι και «εκ πολλού εμηχανάτο αυτόν (δηλαδή τον αμπελώνα) ιδιώσασθαι», που σημαίνει «από παλιά προσπαθούσε να βρει τρόπο να το οικειοποιηθεί».

Έτσι, λοιπόν, ενώ του είχε δεμένα τα πόδια, ενώ οι χειροπέδες του πίεζαν ασφυκτικά τα χέρια και ενώ κουβαλούσαν και άλλα διάφορα σύνεργα βασανισμού, ζήτησε από τον Πασπαλα να του πουλήσει το αμπέλι. 
Αυτός ξεχνώντας όχι μόνο το αμπέλι, αλλά και τα ίδια τα προσφιλή του πρόσωπα, μπροστά στον κίνδυνο του θανάτου συμφώνησε στο πούλημα του αμπελιού, εξαρτώντας μάλιστα την τιμή του από τη γλώσσα του βασανιστή του. 

Η αξία του αμπελιού ορίστηκε στα είκοσι υπέρπυρα, υπογράφηκε άπό τον Πασπαλά το ήδη ετοιμασμένο πρατήριο έγγραφο και ακολούθησε η απελευθέρωσή του. 
Ο Κίνναμος όχι μόνο δεν έδωσε στον Πασπαλά τα είκοσι υπέρπυρα, αλλ’ ούτε και τη διαφορά που προέκυπτε μετά από την αφαίρεση της οφειλής του Πασπαλά προς το δημόσιο.
 Εκείνη είχε ήδη κατασχεθεί από τους άνδρες του Κίνναμου. 
Ύστερα από όλα αυτά ο Πασπαλάς ζητούσε να μάθει από το δικαστήριο εάν το πρατήριο έγγραφο που υπέγραψε όντας δεμένος ήταν ισχυρό. Το συνοδικό δικαστήριο, με επικεφαλής τον εξαίρετο νομομαθή αρχιεπίσκοπο Δημήτριο Χωματιανό, πήρε την απόφαση, προσφεύγοντας στη σχετική νομοθεσία, ότι το πρατήριο έγγραφο ήταν άκυρο ως προιόν βίας και ότι το αμπέλι έπρεπε να επιστραφεί στον Πασπαλά 2.

Ας δούμε πρώτα το χρόνο μέσα στον όποιο διαδραματίστηκαν τα γεγονότα αυτά. 
Ο ακριβής χρόνος απελευθέρωσης της Δράμας από τους λατίνους δεν είναι γνωστός.
 Το βέβαιο είναι ότι οι Σέρρες απελευθερώθηκαν στα τέλη του 1221 3

Ίσως η απελευθέρωσή της Δράμας πρέπει να τοποθετηθεί μετά την αποτυχημένη εκστρατεία των Λατίνων προς τη Θεσσαλονίκη τον Απρίλιο του 1224 και πριν άπό την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης (τέλη του 1224), όταν καταλήφθηκε και η Χριστούπολη 4

Ο Κίνναμος διορίστηκε επίτροπος της Δράμας με βασιλικό ορισμό. Αυτό μας οδηγεί σε χρονολόγηση των γεγονότων ανάμεσα στα 1225 και το Μάρτιο του 1230, περίοδο κατά την οποία ο Θεόδωρος Κομνηνοδούκας είχε τον τίτλο του βασιλέως 5.

Τη θέση της Δράμας και της περιοχής της στο διοικητικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας της Θεσσαλονίκης ορίζει ο όρος «χώρα της Δράμας», που αναφέρεται στο έγγραφο.

Ο διοικητής της περιοχής ονομάζεται επίτροπος. Είναι βέβαιο ότι ο όρος «χώρα» ταυτίζεται με τον όρο «θέμα» και ο όρος «επίτροπος» με τον όρο «δούξ» 6

Ο οικισμός της Δράμας χαρακτηρίζεται ως κάστρο.

 Άπό το περιεχόμενο του εγγράφου βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι ο Γεώργιος Κίνναμος συγκέντρωνε στα χέρια του όλες τις έξουσίες, στρατιωτικές και πολιτικές.
 Ήταν στρατιωτικός διοικητής, δικαστής και πράκτωρ, υπεύθυνος δηλαδή για τη συλλογή των κρατικών φόρων.
 'Η λογοτεχνική διάθεση του συντάκτη του εγγράφου, του ίδιου του Χωματιανού, μας χαρίζει ένα ευχάριστο στην ανάγνωσή του κείμενο, στερημένο ωστόσο από τη χρήσιμη τεχνική ορολογία των διοικητικών εγγράφων.
'Ο Κίνναμος ως επίτροπος δεν περιορίστηκε στην αυστηρή έστω εκτέλεση των καθηκόντων του, αλλά φρόντισε, υπερβαίνοντας τα, να πλουτίσει. Στο έγγραφο αποκαλείται στρατιώτης και τούτο θεωρείται αρκετό από τους μελετητές για να χαρακτηρισθεί προνοιάριος, κάτοχος δηλαδή κρατικής γης έναντι προσφοράς στρατιωτικών υπηρεσιών . 

Αν εννοήσαμε σωστά την έκφραση «εκ πολλού», με χρονική δηλαδή σημασία, τούτο θα μπορούσε να αποτελέσει ένδειξη για εντοπιότητα του Κίνναμου.

Ας δούμε τώρα τι σημαίνει η ύπαρξη χαρτοφύλακα στη Δράμα ανάμεσα στα έτη 1225 και 1230. 

Ο χαρτοφύλακας είναι το τέταρτο τη τάξει πρόσωπο στην κεντρική εκκλησιαστική διοικητική ιεραρχία . 
Το ίδιο ισχύει και για την επαρχιακή διοίκηση, τις επισκοπές δηλαδή και μητροπόλεις . 
Μπορεί η παρουσία του χαρτοφύλακα να ερμηνευτεί με την ύπαρξη επισκοπής στην πόλη στην ίδια περίοδο; 

Η διατύπωση του εγγράφου «Κωνσταντίνος ο ευλαβέστατος διάκονος και χαρτοφύλαξ της εν τω κάστρω τη Δράμα καθολικής εκκλησίας της επιλεγομένης των Ρωμαίων, ω το έπωνύμιον Πασπαλάς»
 αφήνει δικαιολογημένα ερωτηματικά. 

Γιατί δεν αναφέρεται το όνομα της έπισκοπής, αν υπήρχε στη Δράμα επισκοπή αυτή την περίοδο; 

Το γεγονός ότι η Δράμα εμφανίζεται για πρώτη φορά ως αρχιεπισκοπή στα χρόνια του Μιχαήλ Η' του Παλαιολόγου (1259-1282), εξαρτημένη από τη μητρόπολη Φιλίππων, οδηγεί στη σκέψη μήπως έχουν συμβεί κάποιες αλλαγές στην εκκλησιαστική διοίκηση της περιοχής στα χρόνια του Θεόδωρου Κομνηνοδούκα (1225-1230) , που απλά επικυρώθηκαν αργότερα.

 Γενικά μέσα από τις επισκοπικές Notitiae διαφαίνεται μία προσπάθεια μη αποδοχής των δεδομένων από την πλευρά της Μητρόπολης Φιλίππων, που έβλεπε τη Δράμα ως πρωτοπαπαδίκιο, καθεστώς βεβαιωμένο από τις πηγές. 

Τελικά, νομίζω, ότι την ύπαρξη χαρτοφύλακα στη Δράμα πρέπει να την ερμηνεύσουμε μέσα από τις σχέσεις Φιλίππων και Δράμας και την αξίωση που προέβαλε η δεύτερη πόλη για εκκλησιαστική χειραφέτηση.

 Οι Φίλιπποι είχαν πίσω τους λαμπρή ιστορία και παράδοση, η Δράμα προβαλόταν ως στρατηγικό και οικονομικό κέντρο. 

Ο χαρτοφύλακας Πασπαλάς ήταν Δραμηνός η και ξενομερίτης, που ζούσε για αρκετό καιρό στη Δράμα. Το επώνυμο είναι γνωστό και από άλλες πηγές 12.
'Ο όρος «καθολική έκκλησία» έχει πολλές σημασίες 13. Σε μεγάλα αστικά κέντρα, όπως για παράδειγμα η Θεσσαλονίκη, υπάρχουν περισσότερες από μία καθολικές έκκλησίες 14. 

Στην περίπτωση όμως οικισμού του μεγέθους της Δράμας σημαίνει τον κοινό η επισκοπικό ναό, σε αντίθεση με τους ενοριακούς η τυχόν ιδιωτικούς. 

Ποιά όμως εκκλησία της βυζαντινής Δράμας ήταν καθολική; 

Πρέπει να πούμε ότι λόγω αφιέρωσης η 'Αγία Σοφία παρουσιάζει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να ταυτιστεί με την ανώνυμη καθολική εκκλησία που αναφέρεται στο έγγραφο. Προς την κατεύθυνση αυτή μας οδηγεί το γενικό δεδομένο ότι όλες σχεδόν οι γνωστές εκκλησίες της 'Αγίας Σοφίας ήταν επισκοπικές 15 και ότι στην περίπτωση της 'Αγίας Σοφίας της Δράμας το αρχιτεκτονικό πρότυπο ήταν η ομώνυμη εκκλησία της Θεσσαλονίκης. 'Η πληροφορία για την καθολική εκκλησία της Δράμας περιέχει το πολύ σημαντικό στοιχείο ότι επιλεγόταν «των Ρωμαίων». Το σημαντικό βρίσκεται στη διάκρισή της από κάποια άλλη παλαιότερη η νεότερή της εκκλησία, που η ίδρυσή της οφείλονταν η σε άλλη εθνότητα η σε άλλο δόγμα. Στην πρώτη περίπτωση θα πρέπει να δεχθούμε την ύπαρξη στη Δράμα μιας εκκλησίας «της επιλεγομένης» για παράδειγμα «των Βουλγάρων» η «των Ίβήρων» κτλ.

Η γένεση του χαρακτηρισμού διάκρισης, που είναι μάλλον λαικός, στην περίπτωση ύπαρξης βουλγαρικής εκκλησίας πρέπει να συνδεθεί με βουλγαρική κατάκτηση της περιοχής, κάτι που δεν βρίσκει στήριγμα στις πηγές 16. 

Είναι επίσης δυνατόν να υπήρχε στην πόλη εκκλησία κτισμένη από Ίβηρες η εκπροσώπους οποιουδήποτε γένους στην υπηρεσία των Ρωμαίων, που είχε εγκατασταθεί στην περιοχή 17. 
Από την άλλη πλευρά υπάρχει η δυνατότητα η επονομασία των Ρωμαίων να οφείλεται σε κάποια εντελώς πρόσφατη εκκλησία «των Λατίνων» η «των Φράγκων», που κτίστηκε στα χρόνια της εικοσάχρονης λατινοκρατίας στην πόλη 18

Τα δεδομένα, ιστορικά και αρχαιολογικά, δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε περισσότερο. Ίσως νεότερα στοιχεία βοηθήσουν στη λύση του προβλήματος που θέτει η συνοδική απόφαση του αρχιεπισκοπικού δικαστηρίου της Αχρίδας.

Πρέπει, τέλος, να τονισθεί η αξία της απόφασης του συνοδικού δικαστηρίου της αρχιεπισκοπής Αχρίδας για την οικονομική ιστορία της Δράμας και της περιοχής της στις άρχές του 13ου αιώνα. 

Η καλλιέργεια του αμπελιού ήταν η πιο αποδοτική. 

Για το λόγο αυτό ο άπληστος Κίνναμος προσπάθησε με κάθε τρόπο να πάρει το αμπέλι του Πασπαλά. Η απουσία στοιχείων για την έκτασή του, και για το ύψος της φορολογίας δεν βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την πραγματική αξία της γης.

Ποτέ δεν θα μάθουμε εάν ο Πασπαλάς ανέκτησε το αμπέλι του. Είμαστε τυχεροί που η πέννα του Χωματιανού μας μετέφερε, έστω και παραλλαγμένη, την περιπέτειά του, την οποία τόσο δραματικά ανέπτυξε ο ίδιος μπροστά στο συνοδικό δικαστήριο της Αχρίδας.


ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1 P. Lemerle, Philippes et la Macédoine Orientale à l’époque chrétienne et byzantine, Παρίσι 1945, με σποραδικές πληροφορίες γιά τή Δράμα.

2 J.-B. Pitra, Analecta sacra et classica Spicilegio Solesmensi parata, VI, Παρίσι-Ρώμη 1891, col. 413- 416.

3 D. Nicol, The Despotate of Epirus, Όξφόρδη 1957, σ. 73, σημ. 28 [έλληνική μετάφραση: Π. Λεύκα, Τό δεσποτάτον τής Ηπείρου, ’Ανάχυπον έκ της «Ηπειρωτικής Εστίας», Ιωάννινα 1974, σ. 54, 60 σημ. 28]• Β. Ferjancic, Despoti u Vizantiji i juznoslovesnkim zemljama, Βελιγράδι 1960, σ. 57.

4 'H άνάκτηση τής Χριστούπολης εγινε στά τέλη του 1224, ϊσως πρίν άπό αύτή τής Θεσσαλονίκης. Βλ. ‘Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, «Συμβολή στό ζήτημα τής άναγόρευσης τοΰ Θεοδώρου Δούκα», Αφιέρωμα στόν Εμμανουήλ Κριαρά, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 48.

5 Γιά τό χρόνο άναγόρευσης καί στέψης του Θεοδώρου Κομνηνοδούκα ώς αύτοκράτορα βλ. L. Stiernon, «Les origines du despotate d’Epire, la date du couronnement de Theodore Doukas», Actes du XIIe Congrès International d'Études Byzantines, II, Βελιγράδι, 1964, σ. 197-202• A, Karpozilos, «The Date of Coronation of Theodoros Doukas Angelos», Βυζαντινά, 6(1974) 253-261• Έ. Βέη-Σεφερλή, «Ό χρόνος τής στέψεως του Θεοδώρου ΚομνηνοΟ», Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher, 21 (1971-76) 272-279' ’Α. Σταυρίδου-Ζαφράκα, δ.π., σ. 39-62' Κ. Λαμπρόπουλος, «Ό χρόνος στέψης τοΰ ήγεμόνα τής 'Ηπείρου Θεοδώρου A ' Κομνηνοΰ», Ηπειρωτικά Χρονικά, 29 (1988-89) 133-144.

6 D. Angelov, «Κ voprosu ο praviteljah fern ν Epirskom despotate i Nikejskoj imperii», Byzantinoslavica, 12(1951) 58-59.

7 D Angelov, «Prinos käm narodnostite i pozemelni otnoäenija v Makedonija (Epirskija despotat) prez pärvata cetvärt na XIII vek», Izvestija na Kamarata na narodnata kultura) IV/3 (1947) 31-32, 36' G. Ostrogorski, Pronija. Prilog istoriji feodalizma u Vizantiji i juznoslovenskim zemljama, Βελιγράδι 1951, σ. 58-59 [O vizantijskom feodalizmu, Sabrana delà Georgija Ostrogorskog, I, Βελιγράδι 1969, σ. 198]· A. Jamerson, The Responsa and Leiters of Demetrios Chomatianos, Archbishop of Achrida and Bul­garie, Diss. Harvard 1957, σ. 268-270.

Γιά τόν τίτλο τοϋ χαρτοφύλακα βλ. J. von Zhishman, Die Synoden und die Episkpal-Amter in der morgenländischen Kirche, Βιέννη 1867, σ. 109-126· E. Beurlier, «Le chartophylax de la Grande Eglise de Constantinople», Compte Rendu du ΙΙΓ Gongrès scientifique international catholique, Βρυξέλλες 1895, σ. 252-266· Xp. Δημητρίου, Περί τοϋ χαρτοφύλακος τής έν Κωνσταντι νουπόλει Μεγάλης τοϋ Χριστού Εκκλησίας, Άθήναι 1924.
Γιά τούς άξιωματούχους στήν έπαρχιακή έκκλησιαστική διοίκηση βλ. J. von Zhishman, δ.π., σ. 180- 197· E. Herman, «Die kirchlischen Einkünfte des byzantinischen Niederklerus», Orientalia Christiana Periodica 8 (1942) 396-397· J. Darrouzès, Recherches sur les Όφφίκια de l’Eglise byzantine, Παρίσι 1970, σ. 117-120. Βλ. τή σπάνια περίπτωση ύπαρξης χαρτοφύλακα σέ οικισμό πού δέν ήταν έδρα έπισκοπής στόν J.-B. Pitra, δ.π., col. 71 (Χαρτοφύλαξ Πριλάπου).

10 J. Darrouzès, Notitiae episcopatuum Ecclesiae Constantinopolitanae, Παρίσι 1981, σ. 171, 386, No 187.


11 J. Darrouzès, δ.π., σ. 418, No 31: «καί ό Δράμας, δς ούκ ήν έπίσκοπος, άλλ ’ ώς λέγουσι πρωτοπαπάς ήν τοϋ Φιλίππων έν τή Δράμα».

12 Η. Moritz, «Die Zunamen bei den byzantinischen Historikern und Chronisten», II, Programm des K. Humanistischen Gymnasiums in Landshut für das Schuljahr 1897/98, σ. 30 (ό μυλωνάς άπό τό πασπάλη)• άντίθετα ό Φ. Κουκουλές, «Βυζαντινά τινα παρωνύμια», Βυζαντινών Βίος καί Πολιτισμός, τ. 6, Άθήναι 1955, σ. 495 (άπό τό φαγητό πασπαλάς). Γιά τό έπώνυμο στά ύστεροβυζανηνά χρόνια: Prosopogra- phisches Lexikon der Palaiologenzeit, 9. Faszikel, Βιέννη 1989, No 21993-21994.

I3 J. von Zhishman, Das Stifterrecht (Τό Κτητορικόν δίκαιον) in der Morgenländischen Kirche, Βιέννη 1888, σ. 15' W. E. Crum, «A Use of the Term «Catholic Church»», Proccedings ofthe Society ofBiblical Archaeology,7 (1905) 171-172• A. Steinwenter, «Die Rechtsstellung der Kirchen und Klöster nach den Papyri», Zeitschrift der Savigny-Stiftung für Rechtgeschichte 50, Kanonistiche Abteilung 19 (1930) 30' A. Grabar, «Cathédrales multiples et groupements d’église en Russie», Revue des Études Slaves 20 (1942) 102-105• E. R. Hardy, «A Fragment of the Works of the Abbot Isaias», Annuaire de l’institut de Philologie et d’Histoire Orientales et Slaves,7 (1939-1944) 127-140' E. Wipszycka, Les ressources et les activités économiques des églises en Egypte du IVe au VIIIe siècle, Βρυξέλλες 1972, σ. 25-27.

14 I. Τσάρας, «Ό τέταρτος καθολικός ναός τής Θεσσαλονίκης στό Χρονικό τοΰ Ιωάννη Αναγνώστη», Βυζαντινά,5(1973) 167-185.

15 Βλ. πρόχειρα Σ. Κ. Κίσσας, «'Η Μονή τής Μικρής άγιας Σοφίας στή Θεσσαλονίκη», Ή Θεσσαλονίκη I (1985) 328, σημ. 12. Σύμφωνα μέ σημείωση κώδικα τής Μητρόπολης Δράμας πού είδε καί δημοσίευσε ό N. I. Γιαννόπουλος, «Χρονικά σημειώματα Δράμας», Νεολόγου έβδομαδιαία Έπιθεώ- ρησις, τ. 1, άριθμ. 40 (26-7-1892), 634 ή Αγία Σοφία Δράμας ήταν άρχικά άφιερωμένη στή Θεοτόκο. Αναδημοσιεύουμε έδώ τό σημείωμα, λόγω τής έξαιρετικής του σημασίας: «1861 Δεκεμβρίου 8 σιμιόνω είς τήν άγίαν σοφίαν ή όποία σήμερον είναι τσαμί δέν είναι άγια σοφία παρά είναι Κοίμησις τής Θεοτόκου, διότι ήτουν έναν μάρμαρον μεγάλον έπάνο είς τήνχαβάδα τής πόρτας καί έπεσεν τόν καιρόν σισμοϋ καί είναι ρωμαίικα γράμματα, τά όποια τά έδιάβασα καί είναι Κοίμησις τής Θεοτόκου, τώρα δέ τό έχουν οί όθωμανοί σκάλα κατά τό μεσημβρινόν μέρος, τά μέν γράμματα είναι κάτω είς τήν γήν, καί οί μεταγεναίστεροι έάν θέλουν νά εΰρουν τήν άλήθειαν είς έκεΐνον τό μάρμαρον θέλουν τό εΰρχ]. ”Ερρωσθαι. Ό έλάχιστος ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ».

16 St. Antoljak, Samojlovata driava, Σκόπια 1969, σ. 76. 'Η άποψη τοΰ συγγραφέα οτι ή έπισκοπή Θράμου πού άναφέρεται στό πρώτο χρυσόβουλλο τοΰ Βασιλείου Β " Βουλγαροκτόνου πρός τήν άρ- χιεπισκοπή ‘Αχρίδας ταυτίζεται μέ τήν έπισκοπή Δράμας δέν φαίνεται νά στηρίζεται σέ κάποια πηγή καί ώς έκ τούτου είναι αυθαίρετη.


17 Εάν ύπάρχει πλήρης άντιστοιχία άνάμεσα στά δύο άντιδιαστελλόμενα κτήρια, αν δηλαδή ήταν καί ή παλαιότερη έκκλησία καθολική, τότε ό πιθανότερος πόλος άναφορας πρέπει νά ήταν καθολική έκκλησία Βουλγάρων. Παρόλο πού, δπως είπαμε, καμία πηγή δέν δικαιολογεί οΰτε ύπόθεση γιά βουλγαρική κατοχή τής Δράμας, δέν πρέπει νά άποφύγουμε τή σκέψη μήπως ύπήρξε στήν πόλη μία άπό τίς έπτά καθολικές έκκλησίες πού ίδρυσε ό βούλγαρος χάνος Βόρις-Μιχαήλ, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τοϋ Θεοφύλακτου Άχρίδος στό Βίο του 'Αγίου Κλήμεντος (V. Zlatarski, Istorija па bälgarskata därzava prez srednite vekove, 1/2, Σόφια 19712, σ. 238, σημ. 78. 'Η άλλαγή «άρχής» άποτελοΰσε πάντοτε γεγονός άξιοσημείωτο, δταν μάλιστα ήταν κρατική. 'Ο Λέων, πρώτος βυζαντινός αρχιεπίσκοπος στό θρόνο τής Αχρίδας σημειώνεται ώς «πρώτος έκ Ρωμαίων» (P. Ljubinkovic, Ordo episcoporum u Paris. Gr. 880 i arhijerejska pomen lista u Sinodikonu сага Borila, Studije, Βελιγράδι 1982, σ. 97). Τό ίδιο συνέβη τρείς αιώνες άργότερα, μετά τό 1346, μέ τό Νικόλαο, πρώτο σέρβο άρχιεπίσκοπο Αχρίδας, πού χαρακτηρίστηκε ώς «πρώτος έκ Σερβίας» (Cv. Grozdanov, «Prilozi poznavanju srednjovekovne umetnosti Ohrida», Zbornik za likovne umetnosti 2, Novi Sad 1966, σ. 212). Δέν θά έπρεπε, φυσικά, νά άποκλεισθεΐ ή ύπαρξη κάποιας παράδοσης γιά τήν ϋπαρξη κτητόρων πού κατάγονταν άπό τή Ρώμη. Παρόμοια παράδοση σημειώνει ό Ιερέας τής Διοκλείας γιά τήν έκκλησία του Αγίου Πέτρου κοντά στό Novi Pazar (V. J. Djuric, Vizantijske freske u Jugoslaviji, Βελιγράδι 1974, σ. 189, σημ. 22). Πρβ. καί τίς δύο έκκλησιαστικές κοινότητες τών αίρετικών Καθαρών.

18 Ρ. Lemerle, ό.π., 180. Σύμφωνα μέ πληροφορίες τοϋ Geoffroy de Villeharduin ό Βονιφάτιος Μομ- φερρατικός κατασκεύασε τά τείχη τής Δράμας. Πρόκειται φυσικά γιά έπιδιόρθωσή τους. Δέν είναι γνωστό έάν οι σχέσεις τής άπογόνου του Γιολάνδας-Εϊρήνης Παλαιολογίνας μέ τήν πόλη όφείλονται στήν ϋπαρξη κάποιας πατρογονικής κληρονομιάς. Ή αύτοκράτειρα έπισκέπτονταν συχνά τήν Δράμα χάριν άναψυχής. Σέ μία άπό τίς έπισκέψεις της προσβλήθηκε άπό όξύ πυρετό καί πέθανε τό Σεπτέμβριο τοϋ 1316 (Νικηφόρος Γρήγορός, Βκδ. Bonnae, I, 273' P. Lemerle, δ.π., σ. 188. Γιά τόν άκριβή χρόνο θανάτου τής Ειρήνης βλ. S. Kissas, «Danilo II i Solunska okolina. Beleske iz vizantijsko-srpskih odnosa pocetkom XIV veka», Arhiepiskop Danilo II i njegovo doba, Βελιγράδι, 14-19 Δεκεμβρίου 1987, Πρακτικά ύπό έκτύπωση).