29 Ιουνίου 2013

29 Ιουνίου 2013: Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Οι πέντε επισκέψεις του Αποστόλου Παύλου στους Φιλίππους.



Ἀφοῦ πέρασαν τὴν Φρυγία καὶ τὴν χώρα τῆς Γαλατίας, ἐπειδὴ ἐμποδίσθησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα 

νὰ κυρήξουν τὸν Θείο λόγο στὴν Ἀσίαν, ὅταν ἔφθασαν στὰ μέρη τῆς Μυσίας,
 προσπαθοῦσαν νὰ βαδίσουν πρὸς τὴν Βιθυνία, ἀλλὰ δὲν τοὺς ἄφησε τὸ Πνεῦμα. 
Ἀφοῦ προσπέρασαν τὴν Μυσίαν, κατέβηκαν στὴν Τρωάδα. 
Κατὰ τὴν νύκτα παρουσιάστηκε ὅραμα στὸν Παῦλο· 
κάποιος ἄνδρας Μακεδὼνας στεκόταν καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγων, «Πέρασε στὴν Μακεδονία 
καὶ βοήθησέ μας». Ὅταν εἶδε τὸ ὅραμα, ζητήσαμε ἀμέσως νὰ φύγουμε γιὰ τὴν Μακεδονία, 
διότι συμπεράναμε ὅτι ὁ Κύριός μας προσκάλεσε νὰ φέρουμε σ'αυτοὺς τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ξεκινήσαμε ἀπὸ τὴν Τρωάδα πλεύσαμε κατ' εὐθείαν στὴν Σαμοθράκη,
 τὴν δὲ ἑπομένη στὴν Νεάπολη καὶ ἀπ' ἐκεῖ στοὺς Φιλίππους, ἡ ὁποία εἶναι ἡ 
πρώτη πόλις τῆς περιοχῆς ἐκείνης τῆς Μακεδονίας, μία ἀποικία Ρωμαϊκή, καὶ μείναμε στὴν πόλη 
αὐτὴ μερικὲς ἡμέρες. 
Τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου βγήκαμε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη σὲ μέρος κοντὰ στὸν ποταμόν, 
ὅπου νομίζαμε ὅτι ὑπῆρχε τόπος προσευχῆς καὶ καθήσαμε καὶ μιλούσαμε στὶς
 γυναῖκες ποὺ εἶχαν μαζευθεῖ ἐκεῖ. Κάποια γυναίκα ἀπὸ τὴν πόλη τῶν θυατείρων, 
ὀνομαζομένη Λυδία, ἡ ὁποία πουλοῦσε πορφύρα, γυναίκα θεοσεβής, ἄκουε καὶ ὁ Κύριος 
της ἄνοιξε τὴν καρδιά, για νὰ προσέχει σε ὅσα ἔλεγε ὁ Παῦλος. Ὅταν βαπτίσθηκε αὐτὴ καὶ
 οἱ οἰκιακοί της, μᾶς εἶπε· «Ἐὰν μὲ κρίνατε ὅτι εἶμαι πιστὴ στὸν Κύριον, ἐλᾶτε νὰ μείνετε 
στὸ σπίτι μου», καὶ μᾶς πίεζε.
 Καθὼς πηγαίναμε στὸν τόπον τῆς προσευχῆς μας συναντησε κάποια ὑπηρέτρια ποὺ εἶχε 
πνεῦμα μαντικό, καὶ μὲ τὴν μαντεία ἔφερνε πολλὰ κέρδη στοὺς κυρίους της.
Ὅταν ὅμως οἱ κύριοί της εἶδαν ὅτι χάθηκε ἡ ἐλπίδα τῶν κερδῶν τοὺς ἔπιασαν τὸν Παῦλον 
καὶ τὸν Σίλα καὶ τοὺς ἔσυραν στὴν ἀγορὰ πρὸς τις ἀρχές, καὶ ὅταν τοὺς ἔφεραν
 στοὺς στρατηγοὺς εἶπαν· «Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι εἶναι Ἰουδαῖοι, δημιουργοῦν 
ταραχὴ στὴν πόλη μας, κηρύττουν διδασκαλίες τις ὁποίες ἐμεῖς ποὺ εἴμαστε Ρωμαῖοι
 δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τᾶς παραδεχθοῦμε ἢ νὰ τις ἐφαρμόσουμε».
Ξεσηκώθηκε καὶ ὁ ὄχλος ἐναντίον τους, οἱ Δὲ στρατηγοὶ τοὺς ἐξέσχισαν καὶ διέταξαν
 νὰ τοὺς ραβδίσουν. Ἀφοῦ τοὺς ἔδωκαν πολλὰ ραβδίσματα, τοὺς ἔρριξαν στὴν 
φυλακὴ καὶ παρήγγειλαν στὸν δεσμοφύλακα νὰ τοὺς φυλάττη καλά.
Αὐτὸς ἀφοῦ ἔλαβε τέτοια παραγγελία, τοὺς ἔβαλε στὴν πιὸ βαθειὰ φυλακὴ καὶ ἔδεσε 
τὰ πόδια τοὺς στὸ ξύλο γιὰ ἀσφάλεια.
Κατὰ τὰ μεσάνυχτα ὁ Παῦλος καὶ ὁ Σϊλας προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν ὕμνους στὸν Θεό, 
καὶ οἱ ἄλλοι φυλακισμένοι τοὺς ἄκουαν. Ἔξαφνα ἔγινε σεισμὸς μεγάλος, ὥστε σαλεύθηκαν
 τὰ θεμέλια της φυλακῆς, καὶ ἀμέσως ἄνοιξαν ὅλες οἱ πόρτες καὶ ὅλων τὰ δεσμὰ λύθηκαν. 
Ὅταν ξύπνησε ὁ δεσμοφύλακας καὶ εἶδε ἀνοιχτὲς τὶς πόρτες τῆς φυλακῆς, ἔσυρε τὸ μαχαίρι 
του καὶ ἐπρόκειτο ν'αὐτοκτονήση, ἐπειδὴ νόμιζε ὅτι οἱ φυλακισμένοι εἶχαν φύγει. 
Ἀλλ' ὁ Παῦλος τοῦ φώναξε δυνατά· «Μὴν κάνεις κανένα κακὸ στὸν ἑαυτόν σου, 
διότι ὅλοι εἴμαστε ἐδῶ».
Ἀφοῦ ζήτησε φῶτα, πήδηξε μέσα καὶ τρομαγμένος ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ Παύλου καὶ 
τοῦ Σίλα.Ὕστερά τους ὁδήγησε ἔξω καὶ εἶπε· «Κύριοι τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ σωθῶ;».
 Ἐκεῖνοι Δὲ εἶπαν, «Πίστεψε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ θὰ σωθεῖς ἐσὺ καὶ οἱ 
οἰκιακοί σου». Καὶ κύρηξαν τὸν λόγον τοῦ Κυρίου σ' αὐτὸν καὶ σε ὅλους ποὺ ἤταν 
στὸ σπίτι του. Ἐκείνη τὴν νυχτερινὴ ὥρα τοὺς πῆρε καὶ ἔπλυνε τὶς πληγές τους καὶ 
ἀμέσως κατόπιν βαπτίσθηκε αὐτὸς καὶ ὅλοι οἱ δικοί του. Τοὺς ἔφερε στὸ σπίτι του,
τοὺς ἔδωσε φαγητὸ καὶ χαιρόταν μὲ ὅλους τους δικούς του για τὴν πίστη τοῦ στὸν
 θεό. 
Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἔστειλαν οἱ στρατηγοὶ τοὺς ραβδούχους μὲ τὴν ἐντολή·
 «Ἀπόλυσε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους».
Ὁ δεσμοφύλακας ἀνήγγειλε τὰ λόγια αὐτὰ στὸν Παῦλο καὶ τοῦ εἶπε, «Οἱ στρατηγοὶ 
ἔστειλαν ἐντολὴ νὰ ἀπολυθεῖτε. Τώρα λοιπὸν βγῆτε καὶ πηγαίνετε στὸ καλό». 
Ὁ Παῦλος ὅμως τοὺς εἶπε· «Μᾶς ἔδειραν δημόσια χωρὶς νὰ ἔχουμε δικασθῆ,
 ἂν καὶ εἴμαστε Ρωμαῖοι πολίτες, μᾶς ἔρριξαν στὴν φυλακὴν καὶ τώρα θέλουν νὰ μᾶς 
βγάλουν ἔξω κρυφά; Ἅ, ὄχι· ἂς ἔλθουν οἱ ἴδιοι νὰ μᾶς βγάλουν».
Οἱ ραβδοῦχοι ἀνήγγειλαν τὰ λόγια αὐτὰ στοὺς στρατηγούς, οἱ ὁποῖοι ἐφοβήθηκαν,
 ὅταν ἄκουσαν ὅτι εἶναι Ρωμαῖοι καὶ ἦλθαν νὰ τοὺς καταπραΰνουν.
Ὕστερά τους ἔβγαλαν ἔξω καὶ τοὺς παρακάλεσαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὴν πόλη. 
Ὅταν βγήκαν ἀπὸ τὴν φυλακή, πῆγαν στὸ σπίτι τῆς Λυδίας καὶ ἀφοῦ εἶδαν τοὺς
 ἀδελφοὺς καὶ τοὺς ἐνίσχυσαν, ἀναχώρησαν.

Μεγάλος της πίστεως καὶ τῆς ἱστορίας ὑπῆρξε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Γι' αὐτὸ ἐπιτυχημένα
 τὸν χαρακτήρισαν ὡς τὸν «πρῶτο μετὰ τὸν Ἕνα». Κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς, τῆς δράσης 
καὶ τῆς διδασκαλίας τοῦ εἶναι ἐνδιαφέρουσα για τον μέγα Ιεραπόστολο. Ἰδιαίτερα 
γιὰ τὸ Πλήρωμα τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ὁ ἱδρυτὴς 
καὶ φωτιστῆς της. Ἀξίζει νὰ ἐπικεντρώσουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας στὶς ἐπισκέψεις τοῦ
Ἀποστόλου Παύλου στοὺς Φιλίππους, διότι ὁ ἀριθμὸς τοὺς συνδέεται ἄμεσα 
μὲ τὴν ἱεραποστολική του μέριμνα, μὲ τοὺς ἐσώψυχους δεσμοὺς τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα
 πρὸς τὰ παιδιά του, τοὺς χριστιανοὺς τῆς Ἐκκλησίας τῶν Φιλίππων.
Ἕνα ἔτος μετὰ τὴν ἔναρξη (Θέρος 48 μ.Χ.), τῆς δεύτερης ἀποστολικῆς περιοδείας ὁ Παῦλος 
καὶ οἱ συνεργάτες τοῦ Σίλας καὶ Τιμόθεος, στοὺς ὁποίους προστέθηκε καὶ ὁ 
Λουκᾶς, ἐπισκέπτονται γιὰ πρώτη φορᾶ τοὺς Φιλίππους, πόλη κολωνίαν, πρώτη δηλαδὴ 
ἀπὸ τὶς Ρωμαϊκὲς ἀποικίες στὴ Μακεδονία. Ἀπὸ τὸ 16ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν 
Ἀποστόλων πληροφορούμεθα ὅσα προηγήθηκαν τῆς ἐπισκέψεως καὶ ὅσα συνέβησαν
 μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ Παύλου στὴν πόλη.
Μὲ λεπτομέρειες μαθαίνουμε γιὰ τὸ ἀποκαλυπτικὸ ὅραμα τῆς Τρωάδας, ποὺ ἐσήμανε 
τὴν ἀπαρχὴ τῆς διδαχῆς τοῦ Εὐαγγελίου στὴ Μακεδονία καὶ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη 
καὶ τὸ Θαλάσσιο ταξίδι ἀπὸ τὴν Τρωάδα μέσω τῆς Σαμοθράκης καὶ τῆς Νεαπολέως 
(σημερινὴ Καβάλα), ποὺ τελικὰ διὰ τῆς ἐγνατίας ὁδοῦ ἔφερε τοὺς Ἀποστόλους στοὺς
 Φιλίππους. Στὴ συνέχεια παρακολουθοῦμε τὴν συνάντησή τους «ἔξω τῆς πόλεως 
παρὰ τὸν ποταμόν» μὲ τὶς «σεβόμενες τὸν Θεόν» γυναῖκες καὶ τὴν ἐγκατάστασή τους 
στὸ σπίτι τῆς πορφυροπώλιδος Λυδίας, μετὰ ἀπὸ ἐπίμονες παρακλήσεις της καὶ 
ἀφοῦ προηγουμένως δέχθηκε τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Κυρίου. 
Ἀκολουθεῖ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς μαντευομένης παιδίσκης, ἡ σύλληψη καὶ ἡ δίκη
στὴν Ἀγορὰ μὲ τὴν κατηγορία, ὅτι ταράσσουν τὴν πόλη κηρρύτοντας ἰδέες καὶ ξένα 
στοὺς Ρωμαίους ἤθη, οἱ ραβδισμοὶ καὶ ὁ ἐγκλεισμός τους στὴ φυλακή. Ἀκόμα οἱ προσευχὲς
καὶ οἱ δοξολογίες τῶν φυλακισμένων, ὁ ἰσχυρὸς σεισμός, ποὺ τοὺς ἐλευθερώνει, ἡ σωτηρία 
τοῦ δεσμοφύλακα ποὺ ἦταν ἕτοιμος νὰ αὐτοκτονήσει, ἡ κατήχησή του καὶ ἡ βάπτιση ὅλης 
της οἰκογένειάς του. Τέλος ἡ ἀποφυλάκιση τῶν Ἀποστόλων καὶ ἡ συνάντησή τους μὲ
 τοὺς ὀλίγους πιστοὺς στὸ σπίτι τῆς Λυδίας, ὅπου εὐχαριστοῦν τὸν Θεό.
Ἐνῶ ὁ Λουκᾶς παραμένει στοὺς Φιλίππους, ὁ Παῦλος καὶ ὀΣίλας ἀναχωροῦν μέσω
 τῆς Ἀμφιπόλεως καὶ τῆς Ἀπολλωνιάδος στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴ λοιπὴ Ἑλλάδα.
Κατ'αὐτὴν τὴν πρώτη ἐπίσκεψη στοὺς Φιλίππους ἱδρύεται ἡ πρώτη Ἐκκλησία, 
στὸ Εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος. Μία τοπικὴ ἐκκλησία ποὺ ὄχι μόνο δὲν δημιουργεῖ πράγματα,
ἀλλὰ δείχνει πάντοτε στοργή, ἀφοσίωση καὶ ἀγάπη στὸ Φωτιστῆ της. Γι'αὐτὸ ὁ 
Ἀπόστολος συνεχίζει νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς Φιληππησίους, εἴτε μὲ ἀπεσταλμένους,
 εἴτε μὲ ἐπιστολές, εἴτε αὐτοπροσώπως σὲ νέες ἐπισκέψεις.
Ἐνῶ διαρκεῖ ἡ Τρίτη ἀποστολικὴ περιοδεία (Ἄνοιξη 52-Ἄνοιξη 57 μ.Χ.) καὶ ἀφοῦ 
ὁ Παῦλος περιόδευσε «τὴν Γαλατικὴ χώραν καὶ τὴν Φρυγίαν, στηρίζων εἰς τὴν πίστην 
ὅλους τους μαθητᾶς» (Πράξ.18,23) καὶ ἐπὶ δυὸ χρόνια στὴν Ἔφεσο διδάσκει τὸ λόγο τοῦ 
Κυρίου σὲ Ἰουδαίους καὶ Ἕλληνες, σκέπτεται νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν Μακεδονία καὶ τὴν 
Ἀχαΐα. Ἀναβάλλει ὅμως τὸ ταξίδι του καὶ στέλνει τὸν Τιμόθεο καὶ τὸν Ἔραστο, ποὺ 
συναντῶνται μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων. Τὴν ἐπιθυμία τοῦ πραγματοποιεῖ τὸ 
ἑπόμενο ἔτος, μετὰ τὶς ταραχὲς ποὺ ξέσπασαν στὴν Ἔφεσο σὲ βάρος του ἀπὸ τὴν συντεχνία
τῶν ἀργυροκόπων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Δημητρίου (Πράξ. 19,23-40). Τὸ φθινόπωρο τοῦ 56 μ.Χ., 
«ὅταν κατέπαυσεν ὁ θόρυβος προσκάλεσε ὁ Παῦλος τοὺς μαθητές, τοὺς ἀποχαιρέτησε 
καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὴν Μακεδονία» (Πράξ. 20,1). Τὸ ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον του γιὰ
τοὺς Φιλίππους τὸν φέρνει γιὰ δεύτερη φορᾶ κοντὰ στοὺς Φιλιππησίους ἀδελφούς.
Ἐδῶ συναντᾶται μὲ τὸν Τίτο, ποὺ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Κόρινθο τοῦ φέρνει καλὲς εἰδήσεις, 
καὶ ἐδῶ στοὺς Φιλίππους γράφει τὴ δεύτερη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή. Μετὰ τὶς 
ἐπισκέψεις τοῦν «εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα» (Πραξ. 20,2), δηλαδὴ τοὺς Φιλίππους, τὴ Θεσσαλονίκη 
καὶ τὴ Βέροια, ὁ Παῦλος κατευθύνεται στὴν Ἀχαΐα καὶ τὴν Κόρινθο.
Στὴν Κόρινθο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραμένει ἕνα τρίμηνο. Θέλοντας νὰ ἐπιστρέψει 
στὴ Συρία καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα μὲ πλοῖο, ἀλλάζει τὰ σχέδια του, ὅταν πληροφορεῖται 
τὴ συνομωσία τῶν Ἰουδαίων, ποὺ ἤθελαν νὰ τὸν σκοτώσουν κατὰ τὸ ταξίδι τοῦ
(Πράξ. 20,3). Ἔτσι ἐπιστρέφει διὰ ξηρᾶς καὶ φθάνει στοὺς Φιλίππους τὶς παραμονὲς τοῦ 
Πάσχα, 8 Ἀπριλίου 57 μ.Χ. Μετὰ τὸν ἑορτασμὸ τῶν ἀζύμων ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του 
ἀπὸ τὴ Νεάπολη μὲ πλοῖο φθάνουν στὴν Τρωάδα, ὅπου τοὺς περιμένουν καὶ ἄλλοι
συνεργάτες, ποὺ νωρίτερα εἶχαν φύγει ἀπὸ τοὺς Φιλίππους (Πράξ. 20,4-5).Ὅλοι τους
εἶχαν προορισμὸ νὰ φθάσουν στὰ Ἱεροσόλυμα, κομίζοντας τὸ προϊὸν ἐράνου ἀπὸ τὶς 
ἐκκλησίες τῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Ἀχαΐας γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῶν Ἱεροσολύμων 
(Ρώμ. 15,16. Β'Κόρ. 9,5 Α' Κορινθ. 16,1-4).
Ἡ ἔνταση τῆς ζωῆς καὶ τῆς δράσης τοῦ Ἀποστόλου Παύλου κορυφώνεται στὰ τελευταῖα 
χρόνια τῆς ζωῆς του. Κατὰ τὸ ἔτος 62 μ.Χ. ἀφήνεται ἐλεύθερος στὴ Ρώμη μετὰ ἀπὸ δυὸ 
χρόνια φυλακῆς, ὅπως μας πληροφοροῦν οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. «Ἔμεινε δὲ ὁ
Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι...».
Ἐδῶ σταματοῦν τὴν διήγησή τους περὶ τοῦ Παύλου. Γιὰ τὴ συνέχιση τῶν δραστηριοτήτων
τοῦ μαθαίνουμε ἀπὸ σκόρπιες πληροφορίες τῶν Πομαντικῶν ἐπιστολῶν του. Σύμφωνα μὲ 
αὐτὲς ὁ Παῦλος ἀρχίζει τὴν τέταρτη περιοδεία του στὶς περιοχὲς τὶς Ἀνατολικῆς Μεσογείου 
καὶ τῆς Μακεδονίας. Στὴν Ἀ' πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ (κέφ. 1,3) γράφει «ὅταν πήγαινα 
εἰς τὴν Μακεδονίαν σὲ παρεκάλεσα νὰ παραμείνεις εἰς τὴν Ἔφεσον, διὰ νὰ περαγγείλεις 
εἰς μερικοὺς νὰ μὴ διδάσκουν ξένες διδασκαλίες...». Ἡ ἔμμεση μαρτυρία τοῦ ἴδιου του 
Παύλου ἀποκαλύπτει, ὅτι μετὰ τὰ ἐλαφρὰ δεσμὰ τοῦ φθάνει στὴν Ἔφεσο, ἀπὸ ἐκεῖ στὴν 
Τροία καὶ ἔπειτα στὴν προσφιλέστατη πόλη τῶν Φιλίππων. Ἐκπληρώνει ἔτσι τὴν ὑπόσχεση
ποὺ δίνει στοὺς Φιλιππησίους, κατὰ τὴν ὁποία «ἐλπίζω-τοὺς γράφει- εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν 
νὰ σᾶς στείλω γρήγορα τὸν Τιμόθεον, διὰ νὰ εἶμαι καὶ ἐγὼ ἥσυχος, ὅταν μάθω νέα σας... 
ἔχω δὲ τὴν πεποίθησιν εἰς τὸν Κύριον ὅτι ἐγὼ ὁ ἴδιος γρήγορα θὰ ἔλθω» (Φιλιπ. 2,19-24).
Μετὰ τὴν προηγούμενη ἐπίσκεψή του ὁ Παῦλος διαχειμάζει στὴ Νικόπολη καὶ 
ἀπὸ κεῖ ἐπισκέπτεται περιοχὲς τῆς Δαλματίας. Πρὶν ἀπὸ τὸν χειμώνα τοῦ 64 μ.Χ., 
ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀσία ὁ Παῦλος καὶ οἱ συνοδοί του, περνοῦν καὶ πάλι ἀπὸ τοὺς 
Φιλίππους, ἀπ'ὅπου παίρνει καὶ τὸν Λουκᾶ. Στὸν ἑπόμενο σταθμό, ποὺ ἦταν ἡ 
Τρωάδα, αἰφνίδια συλλαμβάνεται ἀπὸ Ρωμαίους καὶ ὁδηγεῖται στὴ Ρώμη 
(ἄνοιξη-θέρος 65 μ.Χ.). Τὸν περιμένει ἐκεῖ αὐστηρὴ φυλακὴ καὶ ὕστερα μαρτυρικὸς 
θάνατος (τέλος 65 ἢ ἀρχὲς 66 μ.Χ.).
Μέσα ἀπὸ τὰ προαναφερθέντα στοιχεῖα προβάλλουν οἱ ἀναμφισβήτητοι δεσμοὶ 
ἀνάμεσα στὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ τοὺς Φιλιππησίους. Πνευματικοὶ καὶ ἐσώψυχοι 
δεσμοὶ μὲ πλούσιους καρποὺς ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως, ποὺ διαχρονικὰ βιώνονται 
στὸ Μυστήριο τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας.
               
Στα ίχνη του Αποστόλου Παύλου στην Ελλάδα, αρχίζοντας από τους Φιλίππους, βαδίζουν στους καιρούς μας
οργανωμένες ομάδες και μεμονωμένοι προσκυνητές χριστιανοί, Ορθόδοξοι και ετερόδοξοι.
Τον οκτώμβριο του 1977, ορθόδοξοι κληρικοί και λαϊκοί από την Αμερική, με επικεφαλής τον Σεβ. Αρχιεπίσκοπο
Βορείου και Νοτίου Αμερικής Ιάκωβο, προσκύνησαν τις Παλαιοχριστιανικές Βασιλικές των Φιλίππων και στο Βαπτιστήριο
του Ζυγάκτη ποταμού. Τους ξεναγεί ο αείμνηστος καθηγητής Στ. Πελεκανίδης.
Χάρτης με τις περιοδείες του Απ. Παύλου.
Πηγή Ιερά Μητρόπολης Φιλίππων,Νεαπόλεως και Θάσου